Η μέθοδος εφαρμόστηκε ήδη σε κλινική μελέτη και τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο Journal of Virological Methods
Με το κινητό τηλέφωνο ή ένα τάμπλετ και μόλις σε τρία λεπτά θα μπορούν οι πολίτες να δουν εάν έχουν προσβληθεί από κορωνοϊό. Το σημαντικό είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει αμέσως μετά τη μόλυνση. Τη δυνατότητα δίνουν επιστήμονες του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι ανέπτυξαν έναν βιοαισθητήρα, που μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα και προσφέρει αστραπιαία ανίχνευση της επιφανειακής πρωτεΐνης-ακίδας S1 του κορονοϊού SARS-CoV-2, του πιο σημαντικού δείκτη του ιού, ακόμα και την πρώτη ημέρα της πιθανής μόλυνσης, ακόμα και εάν δεν υφίσταται κανένα σύμπτωμα.
Με απλά λόγια ο χρήστης θα έχει ένα «κιτ», το οποίο περιέχει μια ειδική μπατονέτα για να παίρνει το δείγμα από τη μύτη ή το στόμα, ένα διάλυμα και ένα αναλώσιμο τροποποιημένο ηλεκτρόδιο (όπως αυτό που χρησιμοποιείται για μέτρηση του σακχάρου), το οποίο θα συνδέεται με μια μικρή ειδική συσκευή με το κινητό ή το ταμπλέτ και ως προς τη χρήση θα είναι απλό, απλούστερο και από τα self test. Ο ελληνικός βιοαισθητήρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για την ταχεία και μαζική αξιολόγηση φαρμάκων τα οποία μπλοκάρουν την είσοδο του ιού ή και την αλληλεπίδραση του με τα κύτταρα του ξενιστή (δηλαδή των ανθρώπων).
Αυτή την περίοδο οι ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας μπει για τα καλά στον αγώνα κατά της COVID-19, δουλεύουν πυρετωδώς για τη δημοσίευση των νέων δεδομένων των επιτυχημένων πρόσφατων κλινικών δοκιμών σε δείγματα από ρινοφαρυγγικό επίχρισμα αλλά και σάλιο σε συνεργασία με μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο αναφοράς για τη βελτιστοποίηση περισσότερων παραμέτρων του αισθητήρα. Οι ερευνητές θεωρούν ότι αυτές οι βελτιώσεις αποτελούν εφαλτήριο για την προώθηση της χρήσης του τεστ σε εκτεταμένους μαζικούς ελέγχους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συγκεκριμένη μέθοδος ανίχνευσης του SARS-CoV-2, που παρουσιάστηκε αρχικά πριν λίγους μήνες στο περιοδικό «Sensors» (Αισθητήρες), επιτρέπει δυνητικά τον εντοπισμό του κορονοϊού ακόμη και αμέσως μετά τη μόλυνση ενός ατόμου, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα ταυτοποίησης ασυμπτωματικών φορέων στα αρχικά στάδια της μετάδοσης του ιού.
Η μέθοδος αυτή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, εφαρμόστηκε ήδη σε μια κλινική μελέτη, που διεξήχθη από ανεξάρτητη ερευνητική ομάδα και τα αποτελέσματά της δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of Virological Methods επικυρώνοντας την αποτελεσματικότητα του καινοτόμου κυτταρικού βιοαισθητήρα, που ανέπτυξε η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας του Τμήματος Βιοτεχνολογίας του ΓΠΑ. Συγκρινόμενη με τις παραδοσιακές μοριακές μεθόδους η τεχνολογία του κυτταρικού βιοαισθητήρα παρουσίασε ευαισθησία της τάξης του 93 (95%CI: 86.2-96.8) και 97.8%. ακρίβεια στη διάγνωση του COVID-19. Ο βιοαισθητήρας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου βασίζεται σε τροποποιημένα κύτταρα θηλαστικών τα οποία φέρουν ένα ανθρώπινο αντίσωμα κατά του αντιγόνου της επιφανειακής πρωτεΐνης-ακίδας S1 του ιού. Η πρωτεΐνη S1 προσκολλάται στα αντισώματα του βιοαισθητήρα μεταβάλλοντας τις κυτταρικές βιοηλεκτρικές ιδιότητες, οι οποίες στη συνέχεια μπορούν να μετρηθούν μέσω μιας ειδικής βιοηλεκτρικής διάταξης.
Όπως τονίζει ο πρύτανης του Γεωπονικού πανεπιστημίου Αθήνας και διευθυντής του Εργαστηρίου Κυτταρικής Τεχνολογίας του Τμήματος Βιοτεχνολογίας, κ. Σπύρος Κίντζιος «τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών, μας δείχνουν ότι η μέθοδος παρουσιάζει μεγάλη αξιοπιστία και στο άμεσο μέλλον θα δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες να κάνουν το τεστ οι ίδιοι στο σπίτι τους ακόμη και με δείγματα σάλιου. Το πανεπιστήμιο μας σε συνεργασία με διακεκριμένους Έλληνες επιστήμονες πρωτοπορεί με τη δημιουργία κυτταρικών βιοαισθητήρων εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας όχι μόνους για κοινούς ιούς όπως της γρίπης αλλά και για πολλές άλλες επικίνδυνες λοιμώδεις νόσους».