O Ανδρέας Κύρκος γράφει για τη νέα ταινία του David Fincher που αναζητά το Rosebudτης δημιουργίας του Πολίτη Κέιν και ρίχνει τελικά φως στο βάθος πεδίου της ίδιας τηςέβδομης τέχνης.


O Ανδρέας Κύρκος γράφει για τη νέα ταινία του David Fincher που αναζητά το Rosebudτης δημιουργίας του Πολίτη Κέιν και ρίχνει τελικά φως στο βάθος πεδίου της ίδιας τηςέβδομης τέχνης.

Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με το Mank που διαβάζουμε κι ακούμε δεξιά και αριστερά. Το Mank δεν έχει να κάνει με το «παρασκήνιο» ή με το “making of” (όπως συνηθίζουν να λένε τα ντοκιμαντέρ που κρύβονται στα extra features των Blu-ray) του Πολίτη Κέιν. Επίσης το Mankδεν ασχολείται με τη ζωή και τις πράξεις του Orson Welles. Δεν ασχολείται καν με το στουντιακό παρασκήνιο του Χόλιγουντ, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά το οικονομικό κραχ και που έβαλε άνω τελεία στη χρυσή εποχή του 1930 και των πρώτων talkies.

Η 11η ταινία του David Fincher ασχολείται με την «αρχή» του Κέιν και κάθε σοβαρής κινηματογραφικής δημιουργίας. Αναζητά το Rosebud της ίδιας της ταινίας του 1941, η οποία αποτέλεσε manual, αλφαβητάρι και ιερό δισκοπότηρο για κάθε αξιόλογο σκηνοθέτη που εργάστηκε έκτοτε στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Και βρίσκω τουλάχιστον συγκινητικό το ότι ένας σκηνοθέτης που σφράγισε αισθητικά και οπτικά τη γενιά του όσο ελάχιστοι, ένας mainstream σκηνοθέτης που γεννήθηκε μέσα από το στυλιζάρισμα της εικόνας, που έχει «καταπιεί» στην κοιλιά του το κάδρο, που ανδρώθηκε στη διαφήμιση και το video clip, που αναπνέει εικόνες, στην ωριμότερη φάση της ζωής του, αναζητά τον Ροδανθό της δημιουργίας και υποστηρίζει ότι ο γραπτός λόγος είναι η αρχή όλων. Ο ρηξικέλευθος τεχνίτης που μιλάει με εικόνες και δεν τον χωράει η τεχνολογία της εποχής του για να στήσει άρτια τεχνικά κάδρα, ξεδιπλώνει το νήμα της δημιουργίας και καταλήγει σε έναν άνθρωπο που ετοιμάζεται να πληκτρολογήσει σε μια λευκή σελίδα. Τι μεγαλείο από έναν σκηνοθέτη που δεν έχει γράψει ούτε μια γραμμή διαλόγου, να αποτίει τέτοιο φόρο τιμής στους συγγραφείς, τους script doctors και στη δύναμη του γραπτού λόγου.

Πολλοί βιάστηκαν να πάρουν τις δάδες στο χέρι και να κάψουν τον βλάσφημο φιλμ που τολμά να υπονομεύσει (!) το "bigger than life" μεγαλείο του Welles και να χαλάσει το ωραίο αφήγημα του 24χρονου auteur που περπατούσε στο νερό,άλλαξε το σινεμά με μια ταινία και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του διωκόμενος από τα στούντιο γιατί διέπραξε ύβρη. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει φυσικά. Ο Welles δεν ολοκλήρωσε ποτέ ταινία στη ζωή του γιατί ένιωθε πολύ σπουδαίος για να πει ότι κάτι δικό του είναι ολοκληρωμένο και γιατί ήταν εξαντλητικά απείθαρχος. Και φυσικά το πρώτοdraft (ξαναλέω, το πρώτοdraft) του Πολίτη Κέινάνηκε εξολοκλήρου στον Herman J. Mankiewicz. Όσοι γνωρίζουν έστω τα ελάχιστα γύρω από τη διαδικασία κατασκευής ενός φιλμ ξέρουν ότι από το πρώτοdraft μέχρι το shooting script και από το γύρισμα μέχρι τη μονταζιέρα, το σενάριο μπορεί να αλλάξει άρδην. Ο Welles ήταν μια χαρισματική, αναρχική, ιδιοφυής προσωπικότητα που «είδε» το σενάριο γι’ αυτό που είναι, που το προσάρμοσε σε μεγέθη αριστουργήματος και σκηνοθέτησε το φιλμ με τρόπο αισθητικά ανυπέρβλητο. Το πρώτοdraft του Mankiewicz στα χέρια του John Ford ή του Howard Hawks ακόμη (όποιον θέλετε βάλτε στη θέση του αφηνιασμένου και ασυγκράτητου Welles εκείνης της εποχής) θα ήταν απλώς ένα καλό βιογραφικό δράμα, στην καλύτερη περίπτωση. Όπως θα ήταν το Se7en το 1995 αν θα το σκηνοθετούσε π.χ. ο Ridley Scott ή ο Ron Howard. Οπότε, ας ξεμπερδέψουμε με τις αστειότητες σχετικά με το αν η ταινία αμφισβητεί την πατρότητα του Κέιν ή αν μειώνει τη συμβολή του Welles, όπως λένε διάφοροι.

Η συγγραφή του fictional biopic σχετικά με τον μεγιστάνα του τύπου και τον εκπρόσωπο του κεφαλαίου στην καρδιά της τραυματισμένης οικονομικά Αμερικής που θεράπευσε της οικονομικές πληγές του 1939, με… περισσότερο καπιταλισμό, ήταν στην ουσία μια πράξη εκδίκησης του Mankiewicz στα μεγάλα παιδιά που δεν τον καλωσόριζαν, καθώς ήταν άβολος για τα μεγάλα σαλόνια. Το σενάριότου ήταν ένα αριστοτεχνικά γραμμένο, μεθυσμένο γράμμα περιφρόνησης προς τα μεγάλα αφεντικά που στέκονται αδαείς απέναντι στον επερχόμενο όλεθρο του ναζισμού, που αναμασούσαν απροβλημάτιστα τις θεωρίες του Γκέμπελς.Που ξοδεύονταν σε αντισοσιαλιστικές θεωρίες, χωρίς να έχουν τη βασική κουλτούρα για να πολιτικολογήσουν σε βάθος και είχαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τους επέτρεπαν να ξερνάνε τον πρώιμο αντικομμουνισμό που θα τους σερβίρει ξαναζεσταμένο αργότερα ο Χούβερ, στις χλιδάτες συγκεντρώσεις τους με τις εκκολαπτόμενες starlet για ντεκόρ και τις σαμπάνιες (εκεί που ο Mankiewicz στο φιλμ θα τους επιστρέψει τον εμετό).

Ο ίδιος ο Mank δεν αισθάνονταν πολιτικοποιημένος ή μαχητής της εξουσίας και ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια την ανημποριά του να υποστηρίξει έμπρακτα τις ανθρωπιστικές ιδέες του (π.χ. δεν αντιδρά στο υποκριτικό λογύδριο του Mayer για περικοπές μισθών). Αισθανόταν,μάλιστα, ότι δεν είχε τον αδαμάντινο χαρακτήρα που νόμιζε, ειδικά όταν συνέκρινε τον εαυτό του με τον υπάλληλο που υπέγραψε φιλμάκια προπαγάνδας, τον οποίο συνέθλιψε το βάρος της συνείδησής του (ας τολμήσουν να συγκριθούν μαζί του όσοι έμμισθοι διακινούν κομματικά fake news, 80 χρόνια αργότερα). Ο Gary Oldmanενσαρκώνει εκπληκτικά τον ήρωα, καταφέρνοντας να έχει στο βλέμμα του τις αξιοπρεπείς ήττες, χωρίς όμως να είναι αξιολύπητος ή μικρόψυχος και χωρίς να τον οδηγούν τα απωθημένα του –τι δύσκολος και απαιτητικός ρόλος, αλήθεια.

Όλες οι παραπάνω ματαιώσεις ζωής, θα ξεχυθούν σε καμιά διακοσαριά ακατέβατες σελίδες, σε μια περίοδο τριών εβδομάδων, όπου ο σεναριογράφος, καθηλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, θα μετατρέψει μια ανάθεση ρουτίνας σε έργο ζωής. Όλες οι καταπιεσμένες μνήμες, οι λαθεμένες επιλογές που δεν τον συμπεριέλαβαν στο μεγάλο παιχνίδι, ο αυτοκαταστροφικός τζόγος και η ατολμία να συμμετέχει έμπρακτα στην χολιγουντιανή εμπειρία και στον γόνιμο διάλογο με το κοινό του θεάματος, τον έκαναν να τα δώσει όλα στο χαρτί, σε μια ύστατη καλλιτεχνική προσπάθεια. Το αποτέλεσμα ήταν η αριστουργηματική πρώτη ύλη, την οποία ένα παιδί θαύμα θα απογείωνε στην οθόνη σε μια εμβληματική ταινία. Αυτή την περίοδο μεθυσμένης, καμικάζι δημιουργίας εξερευνά το εικονοκλαστικό φιλμ του Fincher.

Όσο για το βαθύτερο νόημα της ταινίαςπου θα ενοχλήσει όσους προσκυνάνε τις αφίσες των auteurs και ανάβουν κεράκια στην ιερή και αμόλυντη μνήμη των ιερών και όσιων; Στη δημιουργία ενός αριστουργήματος μετέχουν πολλοί άνθρωποι. Από την γυναίκα στην οποία υπαγόρευε σκόρπιες μνήμες ο ίδιος ο Mankiewicz και τους τρεις μετέπειτα contributing writers, μέχρι τον Robert Wise που μόνταρε με τον τρόπο του τη σκηνή του πρωινού ανάμεσα στο ζευγάρι στον Κέιν, και από τον Bernand Hermann που έγραψε τη μουσική μέχρι τον Gregg Toland που φώτισε με τον τρόπο του το βάθος πεδίου στα εξπρεσιονιστικά πλάνα. Και ο καθένας από αυτούς αξίζει μια ταινία ξεχωριστά. Αυτό για κάποιο λόγο ενοχλεί όσους πιστεύουν ότι ο Welles περπατούσε στο νερό, μετα κακά studioνα μην του δίνουνλεφτά να κάνει ταινία και να τον σταυρώνουνμε στεφάνι από αγκάθια και σελιλόιντ. Ωραίοι αυτοί οι μύθοι,κόβουν εισιτήρια και πουλάνε βιβλία. Ευτυχώς, όμως, που και που έρχονται κάποιες καλόκαρδες δημιουργίες, που αγαπάνε βαθιά το σινεμά, που δεν ψωνίζονται με μύθους, αλλά μιλάνε για τους unsung heroes που βοήθησαν ακούσια στην ωρίμανση της κινηματογραφικής τέχνης.

Το Mank δεν αποκαθηλώνει τον Welles. Αντιθέτως, του δίνει credit που συνεργάστηκε με τους σωστούς ανθρώπους, που επέλεξε την σωστή ιστορία να πει και που την είπε στη σωστή χρονικά στιγμή. Καταλαβαίνουμε γιατί βιαζόταν να πάνε όλα μπροστά, γιατί έβραζε το αίμα του, αλλά και τους λόγους που δεν μπορούσε να ανεχτεί την αναβλητικότητα του αλκοολικού συγγραφέα του -ο οποίος, μάλιστα, ήταν τόσο ευθυνόφοβος που δεν μπορούσε καν να αποφασίσει αν θέλει credit ή όχι.

Αν έχει προβλήματα το Mank; Φυσικά. Κυρίως επειδή είναι πολύ απαιτητικό για τον μέσο θεατή και αποκλείει με σνομπισμό τους λιγότερο «διαβασμένους». Και επιπλέον, δεν σε παρασύρει εύκολα συναισθηματικά. Όμως πρόκειται για ένα φιλμ που δεν κοιτάζει την επίπεδη γιγαντοαφίσα ή την φωταγωγημένη προσωπογραφία του Wells, αλλά αφήνει χώρο στη δράση πίσω από τον ήρωα, ανοίγει το κάδρο της εποχής, ρίχνει φως στο βάθος πεδίου και κάνει τον θεατή να μην στέκεται στον πρωταγωνιστή που κοιτάζει ο φακός. Και όλα αυτά, σε άριστα δουλεμένο ασπρόμαυρο κάδρο και πυκνό μοντάζ στα πισωγυρίσματα στο χρόνο. Δηλαδή, εφαρμόζει με τον τρόπο του, όλα εκείνα για τα οποίαφημίζονταν ο Πολίτης Κέινκαι όλα όσα έμαθε από τη σκηνοθεσία του Welles. Υπάρχει καλύτερο tribute από αυτό;

To Mank του David Fincher είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Netflix.

Πηγή