O Guillermo Del Toro κάθεται για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη μιας stop-motion animated ταινίας.
O Guillermo Del Toro κάθεται για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη μιας stop-motion animated ταινίας. Αξίζει η νέα αυτή κινηματογραφική μεταφορά του κλασσικού παιδικού βιβλίου του Carlo Collodi αξίζει την προσοχή μας;
Oι περιπέτειες της μαριονέττας που ονειρεύτηκε να γίνει πραγματικό αγόρι, όπως τις συνέλαβε στο “Adventures of Pinocchio” ο Ιταλός συγγραφέας Carlo Collodi το 1883, βρήκαν εύκολα το δρόμο προς την καρδιά των απανταχού παιδιών, αφήνοντας ένα πελώριο πολιτισμικό αποτύπωμα στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία. Παράλληλα, το pop culture status τους άγγιξε σχεδόν κάθε σύγχρονη μορφή Τέχνης, με τον Guillermo Del Toro εσχάτως να αφήνει τα κινηματογραφικά πλατό των μεγάλων live action παραγωγών για να μεταπηδήσει στο χώρο του stop-motion animation και σε ένα project ζωής που μετρούσε 14 χρόνια προετοιμασίας και αναμονής.
Μαζί με ένα υπέρλαμπρο cast ηθοποιών να δανείζουν της φωνές τους στους κεντρικούς χαρακτήρες (Ron Perlman, Tilda Swinton, Ewan McGregor, Christoph Waltz, David Bradley, Cate Blanchett, Tim Blake Nelson, Finn Wolfhard, John Turturro, Burn Gorman μεταξύ άλλων), ο άπειρος στον χώρο του stop-motion Del Toro -αλλά εξαιρετικά παθιασμένος με ό,τι καταπιάνεται- φέρνει δίπλα του ως συν-σκηνοθέτη τον πολύπειρο βετεράνο Mark Gustafson, αλλά και τον Patrick McHale του Over the Garden Wall στη συγγραφή του σεναρίου. Το Guillermo Del Toro’s Pinocchio δεν τοποθετεί εν τέλει τυχαία στον τίτλο του το όνομα του εμπνευστή όλου αυτού του εγχειρήματος, καθώς είναι μια ταινία που φέρει στο μέγιστο βαθμό όλα τα εγγενή χαρακτηριστικά του Del Toro, τόσο αισθητικά, όσο και ιδεολογικά.
Η ταινία τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, καθώς ο Benito Mussolini ανεβαίνει σταδιακά στην εξουσία και μαζί του ο φασισμός αρχίζει να εξαπλώνεται σε κάθε άκρη της Ιταλικής χερσονήσου. Ο Del Toro κάνει από την αρχή την πρόθεσή του ξεκάθαρη για μια διαφορετική ανάγνωση του παιδικού βιβλίου του Collodi, ενσωματώνοντας αρκετούς ενήλικους προβληματισμούς και σύγχρονες ανησυχίες στο κύριό της μέρος -όπως την τυφλή υπακοή στην εξουσία, την ανηθικότητα του αστικού πατριωτισμού, την απώλεια της παιδικής αθωότητας μέσω της επιβολής φασιστικών ιδεωδών στη νεολαία από το κράτος, την εκκλησία και τα σχολεία κ.α.
Σε αυτή την, αρκετά ισορροπημένη και σχετικά ευκόλως ρέουσα πολύ-θεματική πλοκή, χρησιμοποιείται ως βάση ο μύθος του Frankenstein, ώστε όλο το οικοδόμημα να σταθεί όρθιο και να ξεδιπλώσει τις όποιες αρετές του. Ο Pinocchio παρουσιάζεται και κινηματογραφείται σαν ένα «τέρας» που προέκυψε από τη θλίψη και την απόγνωση της απώλειας. Ένα άναρχο κατασκεύασμα που αμφισβητεί τα πάντα και διαρκώς αποτυγχάνει να «συμμορφωθεί». Αποτελεί όμως αυτό ακριβώς που ο φασισμός -και ο πάσης φύσεως απολυταρχισμός- φοβάται: μια τρύπα στο σύστημα, ένα παράταιρο στοιχείο που μπορεί να εμπνεύσει και τα υπόλοιπα «στρατιωτάκια» γύρω του να επαναστατήσουν ή, στην περίπτωση του απαθή και παραιτημένου Geppetto, να ανακαλύψουν εκ νέου την πραγματική αξία της ζωής και να πολεμήσουν για αυτή.
Το εικαστικό σύμπαν της ταινίας θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό φανατικό φίλο του σκηνοθέτη, καθώς όχι μόνο βρίθει αναφορών στις καλύτερες στιγμές της καριέρας του και εντάσσεται με απόλυτα φυσικό τρόπο σε αυτήν, αλλά έχει την ευτυχία να βασίζει αρκετή από την εικονογραφία του στην δουλειά του Gris Grimly -ενός φανταστικού illustrator που αξίζει να ανακαλύψει όποιος έλκεται από το γκροτέσκο και την σκοτεινή γοτθική φαντασία.
Η μουσική της ταινίας από τον Alexandre Desplat είναι εξαιρετικά ταιριαστή με το όλο εγχείρημα, όχι τόσο όμως τα -ευτυχώς μικρά σε διάρκεια- τραγούδια, τα οποία χωρίς να αφαιρούν πόντους από τη γενικότερη ποιότητα του film, φαντάζουν ελαφρώς παράταιρα και όχι τόσο αξιομνημόνευτα όσο πιθανότατα επιθυμούσαν οι δημιουργοί του έργου. Η αποχώρηση του Nick Cave από το soundtrack της ταινίας -ο οποίος είχε εμπλακεί το 2012 και αντικαταστάθηκε από τον Desplat το 2020- σίγουρα θα παραμείνει ένα μεγάλο ερωτηματικό ως προς μια πιθανή εναλλακτική κατεύθυνση της μουσικής της επιμέλειας.
Ο Del Toro παρέα με τον Gustafson, δεν αφήνουν την ταινία σε καμία περίπτωση να πέσει στη λούπα της επανάληψης ή της στείρας και ψυχρής ανάγνωσης μιας πολύ-διαβασμένης ιστορίας -όπως έκανε φέτος ο Robert Zemekis για λογαριασμό της Disney με το live adaptation του κλασσικού animated musical του 1940. Έχουν την απαιτούμενη οξυδέρκεια συν τοις άλλοις, ώστε να δώσουν ένα γενναίο, ενήλικο και συγκινητικά ειλικρινές φινάλε στις περιπέτειες του ξύλινου αγοριού, το οποίο κατοχυρώνει οριστικά και αμετάκλητα την καλλιτεχνική αξία του εν λόγω εγχειρήματος.
Συνδυάζοντας τις πολιτικές ανησυχίες του Μεξικανού σκηνοθέτη με τη σκοτεινή του αισθητική και την τεχνική αρτιότητα που προσφέρει η εμπειρία του Gustafson, το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί έναν μικρό θρίαμβο για το animation department του Netflix, το οποίο συνεργαζόμενο κάθε φορά με διαφορετικά studios, συνεχίζει μια σταθερά ικανοποιητική πορεία στον χώρο (ήδη φέτος με τα Apollo 10 1⁄2: A Space Age Childhood του Richard Linklater, Wendell and Wild του Henry Selick και My Father’s Dragon του Cartoon Saloon έχει χτίσει ένα πολύ καλό σερί).
Το Guillermo Del Toro's Pinocchio είναι μια φρέσκια και ευφάνταστη ανάγνωση του παραμυθιού του Carlo Collodi, η οποία ταιριάζει στη σημερινή εποχή περισσότερο από ποτέ. Βρίσκει τους τρόπους να επικοινωνήσει εύκολα και άκοπα τους προβληματισμούς της, αποδεικνύοντας ότι ο Guillermo Del Toro, ακόμα και αν κάποιες φορές «χάνεται» ανάμεσα σε γιγάντια Kaiju ή στοιχειωμένα σπίτια και χαμένες ψυχές, παραμένει ένας από τους πιο αγαπητούς και ιδιαίτερους σύγχρονους «παραμυθάδες» του Hollywood.