Ο Βασίλης Σπανός αναρωτιέται αν «αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος, όχι μ' έναν πάταγο, αλλά με έναν λυγμό» και φορώντας μια μάσκα οξυγόνου τριγυρίζει στους άδειους δρόμους του μέλλοντος, αναζητώντας δέκα αγαπημένες μετά-αποκαλυπτικές ταινίες.
Αν ρωτήσει κανείς για το μέλλον της ανθρωπότητας μετά από εκατό χρόνια, αρκετοί θα καταφύγουν στη νέον δυστοπία του Blade Runner ή στον γραφειοκρατικό παραλογισμό του Brazil. Κάποιοι πιο αισιόδοξοι, θα το οραματιστούν σαν την τεχνολογική Ουτοπία του TomorrowLand ή το τακτοποιημένο -από κάθε άποψη- φουτουριστικό σύμπαν ενός Minority Report.
Ενώ πολλά στοιχεία από τις παραπάνω ταινίες διακρίνονται ως προπομποί ενός επικίνδυνα ρεαλιστικού μέλλοντος και περιγράφουν σε μεγάλο βαθμό, ήδη, την καθημερινότητα μας, ένα άλλο σενάριο θέλει το μέλλον της ανθρωπότητας να φλερτάρει εντονότερα με ένα Αποκαλυπτικό γεγονός -ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, μια οικολογική καταστροφή ή μια παγκόσμια πανδημία- και συνεπακόλουθα την ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτισμού και των θεσμών, όπως τουλάχιστον τα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα -με τα ηνία να δίδονται στα ένστικτα επιβίωσης και σε εκείνους που θα προσπαθήσουν να επαναλειτουργήσουν τον κόσμο, υπό τα δικά τους ομιχλώδη δεδομένα.
Οι μετά-αποκαλυπτικές ταινίες ασκούσαν πάντα μια άγρια γοητεία στο κοινό, καθώς αν μη τι άλλο, το reboot της Ανθρωπότητας φαντάζει σαν προοπτική τόσο ανοικτή σε ερμηνείες και υποθέσεις, όσο και κάτι που μιλάει απευθείας σε πρωτόγονα συναισθήματα -πώς θα λειτουργήσει το άτομο σε μια κατάσταση που οι ηθικοί φραγμοί και τα στοιχειώδη ένστικτα κοινωνικοποίησης θα τεθούν υπό αμφισβήτηση, όταν ο νόμος του δυνατού θα είναι και ο μοναδικός κανόνας με πραγματική ισχύ;
Η αισθητική αυτών των ταινιών έπαιξε επίσης έναν πολύ μεγάλο ρόλο στη δημοτικότητά τους, καθώς η «αμήχανη» εικόνα μιας ερημωμένης και σχεδόν κατεστραμμένης μεγαλούπολης ή μιας αχανούς ερήμου στη θέση μιας ολόκληρης χώρας, έδινε τη δυνατότητα στους εκάστοτε σκηνοθέτες να «επιβληθούν» με έναν πρωτόλεια άγριο τρόπο στο μυαλό των θεατών, με σεκάνς που ιντρίγκαραν την φαντασία όσων είχαν «κανονικοποιήσει» στο μυαλό τους το μέλλον των πελώριων κτιρίων, του νέφους, της αστικής ζούγκλας, της ακμάζουσας τεχνολογικής εξέλιξης και έψαχναν κάτι πέρα από αυτό.
Στη μακρά παράδοση των post-apocalyptic ταινιών και σειρών, έρχεται να προστεθεί το The Last of Us του ΗΒΟ, βασισμένο στο πλέον διάσημο ομότιτλο videogame της Sony και ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης βιομηχανίας του gaming. Με αφορμή αυτό λοιπόν, επισκεπτόμαστε δέκα αγαπημένες ταινίες που έδειξαν την άγρια πλευρά του απώτερου μέλλοντος στο κοινό και παραμένουν εκ των σημαντικότερων του είδους των μετά -αποκαλυπτικών ταινιών, μέχρι και σήμερα.
Μαντ Μαξ 2: Εκδικητής πέρα απ' το νόμο [Mad Max 2: The Road Warrior] (1981)
Ο Max Rockatansky είδε την οικογένειά του να δολοφονείται στην καυτή άσφαλτο της Αυστραλιανής επαρχίας, η οποία μετατράπηκε στη συνέχεια σε μια πελώρια έρημο, αποτέλεσμα ενός παγκόσμιου πυρηνικού ολοκαυτώματος το οποίο αφάνισε σχεδόν κάθε είδος πολιτισμού. Έκτοτε περιπλανιέται διαρκώς με το αυτοκίνητο και το σκυλί του, αναζητώντας βενζίνη και τροφή στις ερημικές πεδιάδες της ενδοχώρας. Αποκομμένος σχεδόν από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα αντιμετωπίζει διαρκώς τις νέες προκλήσεις αυτού του μετά -αποκαλυπτικού εφιάλτη, με μοναδικό στόχο την επιβίωση. Ταινία-ορόσημο στο παγκόσμιο σινεμά επιστημονικής φαντασίας, το αριστούργημα του George Miller είναι το δεύτερο μέρος μιας σειράς ταινιών σχεδόν αυτόνομες η μια από την άλλη -με μοναδικό κοινό τον χαρακτήρα του Max- που αισίως μετράει τέσσερα μέρη, το τέταρτο εκ των οποίων έχασε στο νήμα τη θέση του στο παρών αφιέρωμα από τον μακρινό αυτόν συγγενή του 1981. Ο «Πολεμιστής των δρόμων» είναι ένα μελλοντολογικό western με απαράμιλλη heavy metal αισθητική, το οποίο πατάει σε ένα υπέροχο μέσα στην απλότητά του κεντρικό story, για να δώσει μια εικόνα του μέλλοντος που όμοιά της ελάχιστοι σκηνοθέτες κατάφεραν να πετύχουν. Εκεί όμως που η ταινία δείχνει τα πραγματικά της δόντια, είναι στο μοντάζ των David Stiven, Tim Wellburn και Michael Balson και κυρίως στη σκηνοθεσία του George Miller, ο οποίος διευθύνει μια συμφωνία άμμου, φωτιάς, λαμαρίνας και ταχύτητας σαν μαέστρος από τη κόλαση, παραδίδοντας μερικές από τις εμβληματικότερες σκηνές δράσης του παγκόσμιου σινεμά -με ένα τελικό 20λεπτο καταδίωξης που αποτελεί και την πεμπτουσία της ταινίας. Το Road Warrior μνημονεύεται μέχρι σήμερα σαν μια τρανή απόδειξη των δυνατοτήτων της έμπνευσης του δημιουργού που δεν συμβιβάζεται με τίποτα, ο οποίος ξεπερνάει το πενιχρό budget και τις δεκάδες τεχνικές δυσκολίες της παραγωγής, οδηγώντας το όραμά του στη μεγάλη οθόνη σαν μια αφηνιασμένη νταλίκα με κομμένα φρένα και φωτιά στον κινητήρα!
Ο Δρόμος [The Road] (2009)
Ο John Hilcoat του αριστουργηματικού The Proposition, διασκευάζει το ομότιτλο μετά-αποκαλυπτικό βιβλίο του Corman McCarthy και τοποθετεί σε ένα μουντό και μελαγχολικό κάδρο ενός ξεπεσμένου πολιτισμού, το ανώνυμο ζευγάρι των Viggo Mortensen και Kodi Smit-McPhee. Πατέρας και γιός περιπλανιούνται στα συντρίμμια του πάλαι ποτέ πολιτισμού, με προορισμό τη λύτρωση και τον ωκεανό. Η αθωότητα σκοτώνεται όμως νωρίς, σε αυτό το σκοτεινό και πεσιμιστικό κομψοτέχνημα που ρίχνει φως στην προβληματική σημασία του «απελευθερωτικού» παρελθόντος, το οποίο δεσμεύει και δυσκολεύει τη μετάβαση και την κατανόηση του παρόντος -μετά από κάτι τόσο τραγικό όσο η ολοκληρωτική απώλεια ενός καταδικασμένου κόσμου. Εξαιρετικός τεχνικός τομέας, ανάλογου ύφους φωτογραφία, υπέροχο soundtrack από τους Nick Cave και Warren Ellis και πληθώρα γνωστών ηθοποιών σε μικρότερους ρόλους, συνθέτουν ένα σκληρό υπαρξιακό δράμα που παίζει διαρκώς με τη φωτιά αλλά ευτυχώς δεν καίγεται σε κανένα του σημείο.
Η Ναυσικά της Κοιλάδας των Ανέμων [Nausicaa of the Valley of the Winds] (1984)
Το έπος της Ναυσικά, της πριγκίπισσας της Κοιλάδας των Ανέμων, η οποία ζει σε έναν μετά-αποκαλυπτικό κόσμο εκατοντάδες χρόνια μετά από την εποχή μας, γεμάτο μολυσμένες ερήμους, τεράστια μεταλλαγμένα έντομα, μια τοξική θάλασσα που καταβροχθίζει ότι την πλησιάσει και μερικά βασίλεια που μάχονται μεταξύ τους για την επικράτηση, ξεκίνησε σαν manga από τον Hayao Miyazaki τον Φεβρουάριο του 1982 και ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1994. Μέσα σε αυτό το διάστημα, βασισμένος στους δύο πρώτους τόμους του manga, ο Miyazaki γύρισε τη δεύτερή του anime ταινία ως σκηνοθέτης -η πρώτη ήταν το Lupin III: The Castle of Cagliostro του 1979 – η οποία του επέτρεψε να ιδρύσει το studio Ghibli, με τη Nausicaa να θεωρείται από τον ίδιο ως η άτυπη «πρώτη» του νεόκοπου studio. Η Nausicaa είχε όλα τα εγγενή χαρακτηριστικά των ηρωίδων που μετέπειτα θα καθιέρωνε στις περισσότερες ταινίες του, ενώ ανέδειξε πλήρως τον βαθύ πολιτικό του χαρακτήρα και τον διαχρονικό οικολογικό του προβληματισμό. Εντυπωσιακή αισθητικά και με εικόνες διαχρονικά επίκαιρες και εμπνευσμένες, το Nausicaa of the Valley of the Winds αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές ταινίες του Miyazaki και κατά τα λεγόμενα του ιδίου, ίσως την αγαπημένη του προσωπική δουλειά μέχρι σήμερα! Ο Γάλλος κομίστας Moebius βάφτισε Ναυσικά την κόρη του προς τιμή του, ενώ μαζί με το Αkira βοήθησε την πραγματοποίηση του πρώτου σοβαρού «ανοίγματος» των anime στον δυτικό κόσμο. Μετά από μια οδύσσεια λογοκρισίας, πετσοκομμένων version και κακών μεταγλωττίσεων, το 2005 με την επανέκδοσή της ταινίας από την BVΗΕ, πήρε επιτέλους την τελική της μορφή - αυτή που οραματιζόταν από την αρχή ο δημιουργός της.
Stalker (1979)
Στα όρια της Πόλης βρίσκεται η «Ζώνη», ένα απαγορευμένο δωμάτιο που πραγματοποιεί τις ευχές αυτού που θα καταφέρει να φτάσει ως εκεί. Ο Ξεναγός, ιχνηλάτης της «Ζώνης», αναλαμβάνει να οδηγήσει εκεί δύο άντρες, τον Επιστήμονα -που ψάχνει την σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη- και τον Καθηγητή -που αναζητά τη χαμένη έμπνευση. Οι τρείς άνδρες θα έρθουν αντιμέτωποι με βασικές υπαρξιακές ανησυχίες, φιλοσοφικά ερωτήματα, εσωτερικές αναζητήσεις και μια εξαντλητική ενδοσκόπηση των μύχιων επιθυμιών τους. Η κάθοδος προς τη καρδιά του ασυνείδητου, της πνευματικότητας και των ιδεών, έρχεται σε άμεση αντιδιαστολή με την υλική υπόσταση της επιθυμίας και της πραγματικότητας, καθώς ο μεγάλος Ρώσος σμιλευτής του χρόνου καθοδηγεί μυαλό και αισθήσεις σε ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ένα διαχρονικό στοχαστικό αριστούργημα, που βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει για την ελευθερία ως πνευματική στάση - η οποία μπορεί να καθοδηγήσει στην Αλήθεια ακόμα και εν μέσω ενός μετά-αποκαλυπτικού πυρηνικού εφιάλτη. Το κινηματογραφημένο μονοχρωματικά σε σέπια σύμπαν της κατεστραμμένης Ρωσικής μεγαλούπολης που κατοικούν οι τρείς πρωταγωνιστές, δίνει τη θέση του στο χρώμα της «Ζώνης» και στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα που τη διέπει, με τη φωτογραφία του Alexander Knyazhinsky να αποτελεί μια σχολή από μόνη της και τη μουσική του προσφάτως εκλιπών Eduard Artemyev να ντύνει ιδανικά αυτή τη μυσταγωγική εμπειρία που o Andrei Tarkovsky πρόσφερε στην ανθρωπότητα το 1979, λίγο πριν αυτό-εξοριστεί από τη χώρα του και ζήσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του στη Δύση.
Delicatessen (1991)
To δίδυμο του καρτουνίστα Marc Caro και του σκηνοθέτη Jean-Pierre Jeunet, μετά τις δυο πρώτες τους συνεργασίες στα μικρού μήκους L'évasion και The Bunker of the Last Gunshots, καταπιάστηκε με τη πρώτη του δουλειά στον κινηματογράφο και σκηνοθέτησε την απολαυστική μαύρη, μεταποκαλυπτική κωμωδία Delicatessen. Σε ένα ακαθόριστο μέλλον που η ομίχλη καλύπτει τα πάντα, σε μια πολυκατοικία στη μέση του πουθενά, καταφθάνει ο Luison, πρώην κλόουν, ο οποίος προσλαμβάνεται από τον ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας σαν επιστάτης, χωρίς να γνωρίζει όμως ότι προορίζεται να γίνει μεζές στα πιάτα των πεινασμένων κατοίκων της -όπως και όλοι οι προηγούμενοι κάτοχοι της θέσης του. Παρανοϊκή σκηνοθεσία, φοβερές κωμικές σκηνές ανθολογίας, απαράμιλλο στυλ και ιδιαίτερη αισθητική, το αριστούργημα των enfants terribles του Γαλλικού σινεμά των αρχών 90s εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία και το πόσο μαεστρικά ενσωματώνει τις επιρροές του στο γενικότερο σύνολο: Godard, Bunuel, Tim Burton, Jacques Tati , Fellini, Chaplin, Keaton και Terry Gilliam παρελαύνουν διαρκώς από σχεδόν κάθε σκηνή της ταινίας, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, όλοι όμως φιλτραρισμένοι υπό το πρίσμα του οράματος των δύο σκηνοθετών. Τέσσερα χρόνια μετά θα ακολούθησε το έτερο αριστούργημα -και κύκνειο άσμα της συνεργασίας τους- La Cité des enfants perdus, πριν ο καθένας πάρει τον δικό του δρόμο, με τον Jean-Pierre Jeunet να ξεχωρίζει για τα Alien Resurrection, Amélie και A Very Long Engagement των επομένων ετών.
Η Τελευταία Μάχη [Le Dernier Combat] (1983)
Προτού ο Luc Besson πάει στο «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος» ήταν στο «μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος» και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της αλλοπρόσαλλης καριέρας του φανερώνει έναν νεαρό δημιουργό βαθιά επηρεασμένο από Γάλλους σκηνοθέτες όπως ο Julien Duvivier, αλλά και την εγχώρια σκηνή comics της εποχής -όταν το Metal Hurlant των Moebius, Bilal, Druillet, Jodorowsky, Dionnet κτλ έγραφε τη δική του ιστορία στο μέσο. Ασπρόμαυρο, βουβό και ποτισμένο με ένα πικρό αίσθημα εγκατάλειψης, το Le Dernier Combat μιλάει για το τέλος του πολιτισμού και το τέλος της ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς παρακολουθούμε την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης ενός ανώνυμου άνδρα σε ένα μελλοντικό μετά-αποκαλυπτικό κατεστραμμένο κόσμο που κυριαρχεί η σιωπή. Η ελπίδα γεννιέται, όταν ανακαλύπτει ότι κάπου υπάρχει η τελευταία γυναίκα εν ζωή, την οποία και αποφασίζει να βρει. Πρώτη συνεργασία με τον Éric Serra στη μουσική, πρώτη με τον Jean Reno -και πρώτη εμφάνιση του ηθοποιού στο σινεμά γενικότερα- και τα πρώτα λιθαράκια μιας ελπιδοφόρας καριέρας, με αυτό το μελαγχολικό, μυστήριο, γεμάτο πάθος και συναίσθημα μετά-αποκαλυπτικό διαμάντι επιστημονικής φαντασίας -ασχέτως που στη πορεία, αυτή η ελπιδοφόρα καριέρα εξελίχθηκε σε ένα roller-coaster ανισότητας και υπερβολής.
Φονικό μέταλλο [Ηardware] (1990)
Ανατρέχοντας στο αφιέρωμα ‘’5 παραγνωρισμένες ταινίες από τον κόσμο των comics’’, είχαμε πει τα εξής για το μεταποκαλυπτικό cult κόσμημα του Richard Stanley:
«Αναφέρθηκε νωρίτερα το γαλλικό ‘’Metal Hurlant’’ και το αμερικάνικο ‘’Heavy Metal’’, όμως δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός και το αγγλικό ‘’ξαδερφάκι’’ τους, το περίφημο ‘’2000AD’’. Με έτος κυκλοφορίας το 1977, ανέδειξε τα μεγαλύτερα σύγχρονα ταλέντα της 9ης Τέχνης από την Γηραιά Αλβιώνα (Brian Bolland, Alan Moore, Garth Ennis, Dave Gibbons και Grand Morrison μεταξύ άλλων) και με το βρετανικό φλέγμα και την λεπτή ειρωνική αγγλική διάθεση επ’ ώμου, έστρεψε τα πυρά του κυρίως σε κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα, που ο αναγνώστης μπορούσε εύκολα να διακρίνει και πιθανότατα να ταυτιστεί, τα οποία καυτηρίαζε χρησιμοποιώντας σαν όχημα κυρίως τη φουτουριστική επιστημονική φαντασία.
Εκτός από τους δεκάδες κλασσικούς ήρωες και τις on-going ιστορίες που ξεπήδησαν από τις σελίδες του -Judge Dredd, Nemesis the Warlock, Rogue Trooper, Strontium Dog, Tharg’s Future Shocks κλπ-, το πλούσιο παλμαρέ του 2000AD ήταν γεμάτο και από εκατοντάδες μικρές αυτοτελείς ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Μια εξ’ αυτών ήταν και το SHOK! Walter's Robo-Tale, το οποίο μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον cult Νότιο-Αφρικανό σκηνοθέτη Richard Stanley, το 1990, με το όνομα Hardware.
Τον 21ο αιώνα στην post-apocalyptic Γη, ένα robot του παρελθόντος ξυπνάει από τον λήθαργό του και σκορπάει τον θάνατο, καθώς προσπαθεί να επανασυναρμολογήσει τον εαυτό του. Με συμμετοχές σε μικρούς ρόλους από τον Iggy Pop μέχρι τον Lemmy των Motorhead και τον Carl McCoy των Fields Of The Nephilim (των οποίων ο Stanley είχε σκηνοθετήσει πολλά videoclip στο παρελθόν), την εκτίμηση προς αυτό από σκηνοθέτες όπως ο Dario Argento, αλλά και μια ιδιαίτερη αισθητική που θυμίζει ένα trippy concept "Mad Max meets Alien’’, το Hardware απέκτησε μέσα στον χρόνο ένα τεράστιο cult status και σίγουρα αφορά τους φίλους της γνήσια cult επιστημονικής φαντασίας με στοιχεία τρόμου.»
Απόδραση από τη Νέα Υόρκη [Escape from New York] (1981)
Το μελλοντικό… 1997, το Manhattan έχει μετατραπεί σε μια πελώρια φυλακή υψίστης ασφαλείας, καθώς οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε έναν ολοκληρωτικό πυρηνικό πόλεμο με Ρωσία και Κίνα. Κανείς δεν βγαίνει και κανείς δεν θέλει να μπει στο νησί, καθώς εντός των τειχών του δεν υπάρχουν ούτε φύλακες ούτε κελιά, μονάχα ο νόμος του δυνατού και της ζούγκλας. Όταν το προεδρικό αεροσκάφος, μετά από μια αεροπειρατεία, πέφτει κοντά το Wolrd Trade Center, στην εξίσωση έρχεται ο Snake Plissken, ένας πρώην ήρωας πολέμου και νυν κατάδικος που έχει επιτέλους μια ευκαιρία για εξιλέωση: συνεργασία με τη φασιστική μετά-αποκαλυπτική Κυβέρνηση των ΗΠΑ, διείσδυση στο κεντρικό Manhattan και σωτηρία του Προέδρου -με εναλλακτική επιλογή, τον θάνατο. Βαθιά πολιτικός John Carpenter και Curt Russell σε έναν από τους πιο iconic αντί-ήρωες στην ιστορία του σινεμά, διευρύνουν τα όρια του genre σε μια ταινία-σταθμό για την επιστημονική φαντασία. Δίπλα τους, μια πλειάδα γνωστών καλών ηθοποιών σε β’ ρόλους (Harry Dean Stanton, Ernest Borgnine, Donald Pleasence, Lee Van Cleef και φυσικά ο μουσικός Isaac Hayes σε μια σπουδαία εμφάνιση ως ο κεντρικός “villain” της ταινίας) αλλά και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και κλασσικά μουσικά themes όλων των εποχών -βγαλμένο και πάλι από το synth του ίδιου του Carpenter, σε συνεργασία με τον Alan Howarth. Στα όρια του μετά-αποκαλυπτικού genre και εκείνου της δυστοπίας, το Escape from New York παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα πιο γοητευτικά και φρέσκα έργα που έδωσε η κινηματογραφική επιστημονική φαντασία του 20ου αιώνα.
Snowpiercer (2013)
Βασισμένο στο γαλλικό comic Le Transperceneige, η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Bong Joon-Ho (Mother, Memories of Murder, Parasite) τοποθετείται σε ένα μέλλον που ο πολιτισμός έχει αφανιστεί λόγω των κλιματικών μεταβολών και η διαβίωση στην επιφάνεια της Γης είναι πλέον αδύνατη. Μοναδικοί επιζώντες είναι οι κάτοικοι της «Κιβωτού», ενός υψηλής τεχνολογίας τρένου που κινείται διαρκώς και προσφέρει τις ιδανικές συνθήκες επιβίωσης και διαβίωσης στον κατεψυγμένο πλέον πλανήτη. Όμως, η οργάνωση των βαγονιών έχει γίνει με αυστηρά ταξικά κριτήρια και δεν θα αργήσει η στιγμή που οι κάτοικοι των τελευταίων βαγονιών θα επαναστατήσουν εναντίον αυτών των πρώτων και της «Μηχανής». Οργουελικών αποχρώσεων περιπέτεια με το πολιτικό στοιχείο και τη ταξική ανησυχία -που μετέπειτα τροφοδότησε τον πυρήνα του Parasite- σε πρώτο πλάνο, το Snowpiercer είναι μια συναρπαστική απεικόνιση ενός μετά-αποκαλυπτικού δυστοπικού μέλλοντος γεμάτη αγωνία, τρόμο και λεπτή ειρωνεία, με ένα λαμπρό cast ηθοποιών (Chris Evans, Jamie Bell, Tilda Swinton, Ed Harris, Song Kang-Ηο, John Hurt και Octavia Spencer μεταξύ άλλων) να δίνει τον καλύτερό του εαυτό, κάτω από τις οδηγίες ενός εκ των σημαντικότερων σκηνοθετών των καιρών μας.
Πρωινή Περίπολος (1987)
Η θάλασσα είναι ο τελικός προορισμός μιας γυναίκας που προσπαθεί να διασχίσει την Απαγορευμένη Ζώνη, ενώ ένας άνδρας θα ξετυλίξει μαζί της το κουβάρι της μνήμης, βοηθώντας την να φτάσει εκεί απ’ όπου κανείς δεν γύρισε ποτέ. Στη μετά-αποκαλυπτική δυστοπία όμως που ζουν, η Πρωινή Περίπολος παρακολουθεί τα πάντα! Κατά τη διάρκεια μιας πορείας προς την εσωτερική κάθαρση και τη θάλασσα που αναζητούν όλοι μέσα τους, το μετά-αποκαλυπτικό αριστούργημα του Νίκου Νικολαΐδη παραμένει ως σήμερα ένα προφητικό έργο μιας κοινωνίας σε καθοδική τροχιά, το decadence του μνημονικού, των σχέσεων, της συντροφικότητας και της επικοινωνίας. Η οργανική χημεία των Michelle Valley -σε μια καθόλα συγκλονιστική ερμηνεία- και του Τάκη Σπυριδάκη είναι συγκινητικά μεστή και ιδιαίτερη, ενώ η αισθητική της ταινίας μαγεύει ακόμα και σήμερα-ένα κράμα Mad Max και Blade Runner τοποθετημένο στην Ομόνοια και τη Βικτώρια. Η Πρωινή Περίπολος είναι μια από τις πιο κλασσικές ταινίες του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη και ένα διαχρονικό διαμάντι που αξίζει να ανακαλυφθεί από τις νεότερες γενιές.