Όποιος έλκεται από την DJ κουλτούρα (ακόμα και λίγο), πρέπει –έστω μία φορά στη ζωή του– να έρθει σε επαφή με τον Andrew Weatherall.
Λίγα πράγματα μπορούν να κοντράρουν την απόλαυση της μουσικής ακρόασης. Ένα πάντως είναι να ακούς εκείνους που τη φτιάχνουν να μιλάνε για αυτήν, ανοίγοντάς σου το παράθυρο για μερικές απολαυστικές ματιές στον κόσμο τους. Μια τέτοια ευκαιρία επιφύλαξαν στους πιστούς της ηλεκτρονικής κουλτούρας τα SNFC Sessions του Φεβρουαρίου, με την ανοιχτή συζήτηση και το DJ set του Βρετανού ιππότη της electronica Andrew Weatherall.
Ήταν μια συνθήκη ατόφιας απόλαυσης, ήδη από τις προπαρασκευαστικές της στιγμές. Η βραδινή οδήγηση στην άνετη Λεωφόρο Συγγρού μετά από μια όμορφη κυριακάτικη μέρα. Το ασανσέρ για τον Φάρο στον 8ο όροφο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και η θέα της νυχτερινής Αθήνας να σε κυκλώνει. Τα τραπεζάκια στο αίθριο να φιλοξενούν τους καπνιστές, οι πολύχρωμες pop πολυθρόνες μέσα, τοποθετημένες επιμελώς ατημέλητα μπροστά από το μικρή σκηνή. Πάνω της, σε δύο άλλες πολυθρόνες –με ποτά και μικρόφωνα ανά χείρας– ο Παναγιώτης Μένεγος να συντονίζει τη συζήτηση με μία από τις πιο cool ιδιοφυίες που έχει γνωρίσει η σύγχρονη ηλεκτρονική παραγωγή.
Όποιος έλκεται από την DJ κουλτούρα (ακόμα και λίγο), πρέπει –έστω μία φορά στη ζωή του– να έρθει σε επαφή με τον Andrew Weatherall. Έχει ένα πολύ προσωπικό και ιδιόμορφο «άγγιμα του Μίδα», τα κάνει όλα δηλαδή να μοιάζουν και ν' ακούγονται εντυπωσιακά, μα κι εντυπωσιακά απλά την ίδια στιγμή. Ατίθασος και συγχρόνως γειωμένος, εκλεκτικός αλλά και ανοιχτόμυαλος, φασιονίστας μα και χυμαδιό, εργάτης και χομπίστας, ο Sir Andrew είναι γεμάτος καλή μουσική και ακόμα καλύτερες ιστορίες.
Στο στόμα του, τα μικρομπλεξίματα με τα ναρκωτικά μετατρέπονται σε ανέκδοτα· τα πρώτα βράδια στη θρυλική Hacienda στις πιο προσιτές κλειδαρότρυπες στο ιερό της club σκηνής του Μάντσεστερ· η acid house ξαναζωντανεύει, ενώ κάθε DJ στο δωμάτιο (και στον Φάρο την Κυριακή ήταν πολλοί) νιώθει σαν να έχει βρει έναν παλιόφιλο. Για τον Weatherall η μουσική δεν είναι καριέρα. Είναι ο τρόπος με τον οποίον ζει τη ζωή του. Και οι οικονομικές προεκτάσεις απλά του δίνουν ένα επάγγελμα που αγαπά, αλλά παραμένει επάγγελμα. Ξεκίνησε άλλωστε να βάζει μουσική στα clubs επειδή είχε μια καλή συλλογή δίσκων. Κι έτσι, ακόμα και σήμερα –μετά από 30+ χρόνια καριέρας– αντιμετωπίζει το DJing σεμνά, ως ένα ευχάριστο εργαλείο για να κάνει το μουσικό του όραμα του πραγματικότητα. Δουλεύει λοιπόν για να ζει και όχι το αντίστροφο. Πηγαίνει για δίσκους κάθε εβδομάδα, παρακολουθεί φανατικά της εξελίξεις της pop κουλτούρας, ξέρει πολύ καλά ποια είναι η Ariana Grande και βλέπει τη μουσική ως δίκοπο νόμισμα: όλοι μπορούν να φτιάξουν, όμως δεν είναι για όλους.
Το κοινό ωστόσο που κρεμόταν απ' τα χείλη του στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ βιαζόταν να του αποδείξει ότι αυτοί τουλάχιστον βρίσκονταν εκεί για τη μουσική του. Σ' ένα έτσι από τα πιο ευχάριστα και cosy DJ sets που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς (το οποίο όμως δεν απώλεσε στιγμή την ποιότητα του προσδωκόμενου trip) οι λάτρεις των ηλεκτρονικών είχαν την ευκαιρία να χορέψουν σε απόσταση αναπνοής από έναν άνθρωπο-κλειδί όλων των μουσικών κυμάτων που σήκωσε η πέτρα των 1980s. Η μοναδική προσέγγισή του στους Smiths και στον David Bowie συνάντησε την ψυχεδελική house και τις συλλογές Partyfine, ενώ ο νυχτερινός ουρανός έξω από τις τζαμαρίες του Φάρου άπλωνε ιδανικό φόντο: μια ήρεμη θάλασσα για το ταξίδι της μουσικής κάψουλας του θείου Weatherall και των φίλων του.
Στο τέλος μιας τέτοιας βραδιάς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να βγάλεις το καπέλο σε έναν τύπο σαν κι αυτόν, προσυπογράφοντας την άποψη της Róisín Murphy: «Είναι τόσο πραγματικός, ένας ασυμβίβαστος γλύκας».