Το φάσμα των αισθήσεων που κουβαλά η μουσική τους, τα κοφτά φώτα του Fuzz και η φιγούρα της ντράμερ Olya Dyer, δημιούργησαν τις συνθήκες μίας ακόμα επιτυχημένης συναυλίας, που πιστοποίησε ότι έχουν πλέον μπει βαθιά στις καρδιές των νεαρότερων μουσικόφιλων της πόλης...
Έχουν παίξει αρκετές φορές στα μέρη μας οι Underground Youth, όμως το κοινό της Αθήνας έδειξε ότι πρόσμενε την επιστροφή τους. Το Fuzz γέμισε λοιπόν ικανοποιητικά, με κόσμο κυρίως νεότερων ηλικιών –κάνοντας έτσι αντιληπτή την επίδραση του συγκροτήματος σε αυτό το κομμάτι των εγχώριων μουσικόφιλων. Χωρίς υπερβολή, μάλιστα, όπως διαπίστωσα και από συζητήσεις με άλλα άτομα, θα λέγαμε ότι έχουν γίνει κάτι σαν σταθερά στα ακούσματα των τελευταίων.
Τη βραδιά «ζέστανε» ο Οδυσσέας Τζιρίτας με τη μπάντα του, ο οποίος αποδείχθηκε ικανός για ένα δυναμικό και άξιο της περίστασης ξεκίνημα. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, τα τραγούδια του φάνηκαν πλούσια σε στυλ και προσωπικότητα, με τη μουσική να περνά έτσι από κάμποσες εναλλαγές μεταξύ π.χ. μιας punk οξύτητας και ενός ambient περπατήματος στον φανταστικό κόσμο ενός παιδιού. Καθ' όλη μάλιστα τη διάρκεια του set, η φωνή του έβρισκε τρόπους να αποκαλύπτει τον χαρακτήρα της και να δένεται με τα όργανα, ώστε τα δύο μέρη να αποτυπώνονται αυτόνομα και συγχρόνως ταυτισμένα επί σκηνής, δίχως το ένα να αποτελεί απλώς στήριγμα για το άλλο.
Ιδιαίτερη στιγμή, που μου έκανε εντύπωση, ήταν όταν έπαιξε ένα κομμάτι σε πιο blues ύφος, αλλά και τα σημεία αυτοσχεδιασμού, στα οποία οι φράσεις από την κιθάρα δεν περάσανε από τα κλασικά πεντατονικά ακούσματα, μα αποτύπωσαν μία ξεχωριστή χροιά. Η σύντομη setlist ήταν συμπυκνωμένη και περιεκτική, με πολλές στιγμές να κορυφώνουν την ένταση. Ο Οδυσσέας Τζιρίτας δημιουργεί ήχους με ιδέες, που έχουν κάτι καινούριο να πουν.
Λίγα λεπτά, κατόπιν, ήταν αρκετά για να καταλάβω την όλο και βαθύτερη σύνδεση που αποκτούν οι Underground Youth με το ελληνικό κοινό. Πάνω στη σκηνή διακρίνονται τέσσερις σκιώδεις φιγούρες, να πατούν σε ομιχλώδες τοπίο. Ηχεί μια παρατεταμένη, απόκοσμη φωνή και ο κόσμος καλωσορίζει με θέρμη τα μέλη της μπάντας. Από αυτήν την ατμοσφαιρική εισαγωγή, ως τη στιγμή που είχαν πλέον φορτίσει το κλίμα στο Fuzz με την πολύμορφη ιδιοσυγκρασία τους, ο χρόνος ήταν σχεδόν μηδαμινός.
Στην περίπτωσή τους, δεν χρειάζονται άλλωστε οι πολλές εισαγωγές, που κλιμακώνουν την ενέργεια. Υπάρχει στη μουσική τους κάτι το αποκαλυπτικό: ένα φάσμα αισθήσεων, το οποίο όχι μόνο το μοιράζονται, μα το κατανοούν και σε τέτοιον βαθμό, ώστε μπορούν και το απελευθερώνουν προς το κοινό. Αυτή μάλιστα η εκφόρτιση ενέργειας επιτυγχάνεται και από τη σωματική συμμετοχή, αφού σε κάθε τραγούδι οι επί σκηνής παρουσίες δημιουργούσαν μία θεατρική εντύπωση –έναν κόσμο ασυνήθιστο, για όσους βρέθηκαν για πρώτη φορά απέναντί τους.
Η συναυλία ήταν ένα ταξίδι στην πλούσια δισκογραφία τους, με την έμφαση να δίνεται στο φετινό άλμπουμ Montage Images Οf Lust & Fear. Κομμάτια μάλιστα σαν τα "Sins" και "This Is But A Dream" πρόσφεραν ένα ξέσπασμα θυμού στην εκκίνηση της βραδιάς, στο οποίο συμμετείχαν τα μέλη του γκρουπ, μετατρέποντάς το σε είσοδο στον κυκλοθυμικό τους κόσμο. Η ενέργεια έρεε συνεχώς κατά τη διάρκεια της μακράς setlist, με τους Underground Youth να τη χρωματίζουν με πολλές εναλλαγές, δίνοντας ομοιογενή εντύπωση, παρά το γεγονός ότι δημιουργική πηγή είναι ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Craig Dyer.
Η κινηματογραφική μορφή της ντράμερ Olya Dyer, πάλι, τραβούσε αμέσως την προσοχή –και προσωπικά με απορρόφησε. Τοποθετημένη σε ψηλό βάθρο, με ένα λιτό set τύμπανων μπροστά της, αποτελούσε σημείο εκκίνησης για κάθε τραγούδι κάτω από τους κοφτούς φωτισμούς του Fuzz, δημιουργώντας την «καρδιά» του Underground Youth κόσμου. Έπαιζε μάλιστα όρθια, επιτρέποντάς σου έτσι να διακρίνεις την ενέργεια που κατέθετε στους ρυθμούς.
Αφήνοντας πίσω το Montage Images Οf Lust & Fear, το σχήμα βυθίστηκε κατόπιν σε μερικά από τα καλύτερά του τραγούδια, π.χ. τα "Delirium" "Hope And Pray", "I Need You" και φυσικά το "Morning Sun". Όλα εκτελέστηκαν με αφοσίωση, που σου επέτρεπε να καταλάβεις και την αγάπη του ίδιου του γκρουπ προς αυτά, αλλά κι εκείνη του κοινού, που ανταποκρίθηκε με πολλή θέρμη στις μελωδίες τους. Επρόκειτο δε για ένα πέρασμα σε μία ακόμα πτυχή του κόσμου τους, λιγότερο εκτονωτική και πιο «σκοτεινή», με κομμάτια τα οποία πρόσφεραν ανάπαυλα από την προηγούμενη ένταση, αλλά εξέφρασαν και μια νοσταλγική, μελαγχολική διάθεση.
Με το "Last Exit Τo Nowhere" και το "Too Ιnnocent Τo Βe Τrue" επιστρέψαμε στη συνέχεια στο Montage Images Οf Lust & Fear, με το δεύτερο ειδικά να συμπυκνώνει όλη τη μέχρι τότε ενέργεια του live. Με τη φωνή του Craig Dyer να αποτυπώνεται ως σταθερή απαγγελία, με τον ρυθμό αργό και συναισθηματικό, και με την κιθάρα του Leo Kaage να συμπληρώνει τα χρώματα, δημιουργήθηκε ένα τοπίο ξεκούρασης.
Τα πράγματα όμως σύντομα αναθερμαίνονται και έρχεται η στιγμή που ο Dyer κατεβαίνει από τη σκηνή, πραγματοποιώντας ένα εθιμοτυπικό Underground Youth πέρασμα από την «πλατεία». Με τοποθετημένο το μικρόφωνο ανάμεσα στον κόσμο, που στο μεταξύ τον έχει περικυκλώσει, η επαφή με τη μουσική του γκρουπ γίνεται ακόμα πιο έντονη: σε στιγμές, το κοινό έδειχνε πλέον μέρος της ίδιας της μπάντας και τα συναισθήματα πρέπει να ήταν ανάλογα, αφού ο μπασίστας Max James άφησε το όργανό του, για να πέσει στην αγκαλιά του πλήθους.
Δεν έμενε παρά ένα όμορφο κλείσιμο για μια τόσο γεμάτη βραδιά, που έμοιαζε σαν αντάμωση. Τι άλλο λοιπόν από τους φωτεινούς ήχους των "Mademoiselle" και "Heart Οn Α Chain"; Από εδώ και ύστερα, οι συναυλίες των Underground Youth παίρνουν τη μορφή καθιερωμένων συναντήσεων, για τις οποίες και θα ανυπομονούμε.