Το νέο τοπίο όπως διαμορφώνεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.


Τα παρακάτω γράφει ο Χρήστος Κάτσικας. Αναδημοσιεύουμε από το alfavita.gr:

«Βροχή» πέφτουν, τις τελευταίες μέρες τα δημοσιεύματα -στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο- που αφορούν στην κίνηση των φετινών βάσεων εισαγωγής. Αναλύσεις, εκτιμήσεις, προβλέψεις και «προφητείες»,  είναι το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για την διαχείριση της αγωνίας δεκάδων χιλιάδων υποψηφίων και του οικογενειακού περιβάλλοντός τους στο πρωτάθλημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων που εδώ και πάρα πολλά χρόνια ελκύει πάνω του τα κεντρικά φώτα της δημοσιότητας.

Θα «πέσουν» ή «θα ανέβουν οι βάσεις»; Να το ξεκαθαρίσουμε. Φέτος υπάρχει ένα νέο τοπίο στις Πανελλαδικές Εξετάσεις που δεν έχει σημαντικά στοιχεία σύγκρισης με το περσινό. Και ως γνωστόν οι εκτιμήσεις για την κίνηση των βάσεων βασίζονται ουσιαστικά στη σύγκριση των δεδομένων της φετινής σχολικής χρονιάς με την περσινή και μερικές φορές και με την προπέρσινη. Ας πάρουμε, λοιπόν τα πράγματα με μια σειρά:

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο εκπαιδευτικός Βαγγέλης Ντάλης: Πέρυσι οι υποψήφιοι είχαν δικαίωμα να δηλώσουν σχολές επιθυμίας διαλέγοντας δύο από τα πέντε διαθέσιμα επιστημονικά πεδία. Φέτος τα επιστημονικά πεδία περιορίστηκαν σε τέσσερα αφού οι Παιδαγωγικές σχολές δεν αποτελούν πλέον ξεχωριστό πεδίο αλλά μπορούν να δηλωθούν από όλους/όλες τους υποψηφίους όλων των πεδίων. Οι περυσινοί ενδιαφερόμενοι ήταν λίγοι και οι βάσεις των Παιδαγωγικών Σχολών ήταν χαμηλές. Φέτος οι ενδιαφερόμενοι είναι πολλαπλάσιοι και ο ανταγωνισμός πολύ μεγαλύτερος. Πόσοι όμως θα ενδιαφερθούν και με τι βαθμολογίες; Θα τις δηλώσουν υποψήφιοι με υψηλές βαθμολογίες ή μόνο με μέτριες και κάτω; Μηχανογραφικά δελτία δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί, άρα κανείς δεν ξέρει τις προτιμήσεις των υποψηφίων.

Παράλληλα ΤΕΙ στην Αθήνα πλέον δεν υπάρχουν. Έχουν συγχωνευτεί σε ένα μεγάλο ίδρυμα το οποίο έγινε πανεπιστημιακό. Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής που προέκυψε από τη συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά. Μέχρι πέρσι πολλοί υποψήφιοι από την Αττική προσπερνούσαν τα ΤΕΙ και σημείωναν στο μηχανογραφικό τους Πανεπιστημιακές σχολές της Αθήνας και αμέσως μετά τις αντίστοιχες άλλων πόλεων. Θα επαναληφθεί αυτή η κίνηση φέτος που αντί για ΤΕΙ στην Αθήνα έχουμε το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής; Μηχανογραφικά δελτία δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί, άρα κανείς δεν ξέρει τις προτιμήσεις των υποψηφίων.

Επίσης, φέτος δόθηκε η δυνατότητα μετεγγραφής και σε αδέλφια που σπουδάζουν σε διαφορετική πόλη και αυτό σημαίνει ότι ένας διαφορετικός από πέρσι αριθμός υποψηφίων αναμένεται να δηλώσουν σχολές επαρχίας (τακτική τού «στρίβειν διά του αρραβώνος). Πόσοι θα είναι αυτοί, με τι βαθμολογίες και πως θα επηρεάσουν τις σχολές της επαρχίας που θα επιλέξουν κανείς δεν μπορεί να ξέρει.

Ένα τελευταίο. Είτε πέσουν οι βάσεις είτε ανέβουν φέτος, κίνηση που έχει σαν βασικούς ρυθμιστές – τροχονόμους τόσο τα παραπάνω δεδομένα-ζητούμενα όσο και, βεβαίως τις φετινές επιδόσεις των υποψηφίων (άγνωστες) σε σχέση με τις περσινές, οι θέσεις θα καλυφθούν. Άρα το πώς θα κινηθούν οι βάσεις ανταποκρίνεται περισσότερο σε μια φαντασιακή ανάγκη των υποψηφίων και των οικογενειών τους.

Ωστόσο, η κίνηση των βάσεων που ντύνεται με μια θαυματουργική δύναμη, άλλοτε θεία και άλλοτε διαβολική και αναδεικνύεται άλλοτε ως φορέας σωτηρίας και άλλοτε ως φορέας ολοκληρωτικής καταστροφής, κρατά «σιωπηλά» ορισμένα δεδομένα τα οποία μένουν συνήθως στο περιθώριο των δημοσίων συζητήσεων αν και απασχολούν, από την επομένη κιόλας της εισόδου στα Πανεπιστήμια, δεκάδες χιλιάδες οικογένειες.

Κι αυτό επειδή, η αναρρίχηση των βάσεων ή το βύθισμά τους, δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει ορισμένα «δεδομένα» της εισόδου, της φοίτησης και της αποφοίτησης εκατοντάδων χιλιάδων φοιτητών στα Ελληνικά ΑΕΙ.

Βάσεις εισαγωγής: να δεις τι σου έχω... για μετά!

Μιλάμε για το λεγόμενο «σύστημα επαγγελματικού αποπροσανατολισμού», το έλλειμμα στη φοιτητική μέριμνα που απογειώνει το ιδιωτικό κόστος του πτυχίου, την αυξανόμενη εγκατάλειψη των σπουδών, τη δραματική ανεργία των νέων πτυχιούχων καθώς και τη μαζική μετανάστευση από την χώρα μας (Σε πρόσφατη έρευνα σε 780 φοιτητές των ελληνικών Πανεπιστημίων αποδεικνύεται ότι ένας στους τρεις φοιτητές σκέπτονται να μεταναστεύσουν όταν πάρουν το πτυχίο τους για εξεύρεση εργασίας σε άλλη χώρα).

Κι αν η ανεργία είναι η θεατή και κύρια όψη του προβλήματος, η ετεροαπασχόληση, δηλαδή, το να απασχολείται κάποιος σε εργασίες που είτε δεν έχουν καμιά συνάφεια με τις σπουδές του είτε έχουν πολύ μικρή, κυριαρχεί στις τάξεις των πτυχιούχων, καθώς υπολογίζεται ότι περιλαμβάνει πλέον περίπου επτά στους δέκα.

Ακόμη δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι το ακριβοπληρωμένο «εισιτήριο» εισαγωγής στα ΑΕΙ και η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού δεν τελειώνει με την είσοδο των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και αν οι τρεις στους τέσσερις υποψήφιους έχουν ξοδέψει, στην πορεία για τη διεκδίκηση μιας θέσης στον «χλωμό» πλέον ήλιο των ΑΕΙ, από 5.000 έως και 20.000 ευρώ, τα έξοδα συνεχίζονται καθώς για τρεις στους δέκα νέους η πορεία τους στα ΑΕΙ συνοδεύεται από σημαντικές οικογενειακές δαπάνες (το συνολικό ιδιωτικό κόστος για τον εσωτερικό μετανάστη φοιτητή με μέση χρονική διάρκεια τέσσερα έως πέντε χρόνια, το κόστος του πτυχίου δηλαδή, ανέρχεται συνολικά σε  30.000 € περίπου κατά μέσο όρο).

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα στους υποψήφιους από τα λαϊκότερα στρώματα, εκείνους, δηλαδή, που τα οικονομικά των οικογενειών τους δεν τους επιτρέπουν να απομακρυνθούν από τον τόπο μόνιμης διαμονής. Σε όλες τις περιπτώσεις η διατήρηση ενός φοιτητή εκτός τόπου μόνιμης διαμονής συνεπάγεται μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων που «ρίχνει» το νοικοκυριό κάτω από το όριο φτώχειας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι αδύνατη η συντήρηση του φοιτητή.

Από την άλλη, είτε οι βάσεις κατεβαίνουν είτε ανεβαίνουν μόνο 1 στους 8 υποψήφιους κατά μέσο όρο πετυχαίνει την εισαγωγή του στην σχολή της προτίμησής του.  Ακόμη και στην περίπτωση των αριστούχων, και φέτος, μόνο 1 στους 3-4 θα πετύχει την εισαγωγή στην πρώτη επιλογή του. Η συντριπτική πλειονότητα των υποψηφίων εισάγεται σε τμήματα και σχολές που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα επέλεγαν ποτέ καθώς η δυνατότητα επιλογής σχολής είναι μια «πολυτέλεια» διαθέσιμη σ΄ ένα μικρό τμήμα των υποψηφίων.

Αντίθετα η συντριπτική πλειονότητα των σπουδαστών πολλών τμημάτων δηλώνει με σαφήνεια ότι «εμείς γι΄ αλλού κινήσαμε κι΄ αλλού η ζωή μας πάει...».