Παρά το γεγονός ότι οι αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έχουν γενικά αυξηθεί, αυτές προέρχονται μόνο από συγκεκριμένα πανεπιστήμια.
Μια νέα μελέτη δείχνει ότι γενικά αυξάνεται η συμβολή των πανεπιστημίων στην καινοτομία ανά τον κόσμο αλλά αυτό που παρατηρείται είναι ότι οι αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές και συγκεκριμένα πανεπιστήμια.
Συγκεκριμένα, οι μισές από τις αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας μεταξύ 2000 και 2020 - σε σύνολο πάνω από 100.000 - προέρχονταν μόνο από το 5% όλων των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Το γαλλικό Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ ήταν το πιο ενεργό, με 3.348 υποβολές, ακολουθούμενο από το ETH της Ζυρίχης (2.219) και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (2.183).
Συνολικά, οι υποβολές ήταν οι υψηλότερες στις πιο βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης, σύμφωνα με την έκθεση, όπου οι ευκαιρίες για συνεργασίες και μεταφορά της τεχνολογίας στη βιομηχανία είναι μεγαλύτερες.
Όσον αφορά τις χώρες, η Γερμανία υπέβαλε τις περισσότερες αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας (24,09%). Η Γαλλία κατατάσσεται δεύτερη (17,97%), ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο (12,26%) και την Ιταλία (6,61%). Ωστόσο, μικρότερες χώρες όπως η Σουηδία, η Ελβετία, η Δανία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Ολλανδία και το Βέλγιο έχουν τον υψηλότερο αριθμό ακαδημαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ανά πανεπιστήμιο κατά μέσο όρο.
Οι πιο ενεργοί τομείς ήταν ο φαρμακευτικός τομέας (24.944 εφαρμογές), η βιοτεχνολογία (22.870), οι μετρήσεις (22.870) και η ανάλυση βιολογικών υλικών (8.832).
Ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αυξήθηκε σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, από το 6,2% όλων των αιτήσεων για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας το 2000 σε 10,2% το 2019.
Ωστόσο, η έκθεση υπογραμμίζει ένα θεμελιώδες παράδοξο που επηρεάζει την ευρωπαϊκή οικονομία: Πάνω από το 20% των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατέθηκαν δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης.
Δηλαδή, το πλεονέκτημα καινοτομίας στην ακαδημαϊκή έρευνα «δεν έχει οδηγήσει κατά πολύ σε εφαρμοσμένη τεχνολογική και οικονομική απόδοση, σε σύγκριση με άλλες προηγμένες οικονομίες».