Moναδική η γεύση της ελευθερίας, δεν νομίζεις;
Moναδική η γεύση της ελευθερίας, δεν νομίζεις;
Στέκομαι μπροστά σε μια κενή σελίδα. Τα μάτια γεμάτα δάκρυα, επιδιώκουν να καθαρίσουν το θολό τοπίο, να ρουφήξουν λίγη από την ομίχλη. Ακουμπώ το μελάνι διστακτικά. Δεν θέλω να σας τρομάξω, μα τρέμω να σας βλέπω από απόσταση. Αν με γνωρίσετε, ίσως να αναζητήσετε τις ρίζες πίσω από τα λόγια μου.
Η πάχνη μοιάζει πολύ πυκνή φέτος, τα λουλούδια μαραζώνουν. Έσπασαν τα φύλλα τους, λύγισαν οι κορμοί τους. Δεν μπορούν να στολίζουν το οικογενειακό τραπέζι, δεν το κάνουν όμορφο πια. Ο πατέρας μου είχε πάντα αυτή την επιθυμία. Έλεγε πως τα λουλούδια χρωμάτιζαν το τόσο γήινο σαλόνι, μετατρέποντας το σε κάτι λίγο πιο μαγικό. Όσο μπορείς κι έχεις λουλούδια στο σαλόνι σου, είσαι καλά.
Κοιτάζω το πιάνο. Τα δάχτυλα μου μετά βίας αγγίζουν τα πλήκτρα, μα η ψυχή μου κάνει τα δάχτυλα να ανήκουν σε κάποιον βιρτουόζο. Η στάση μου άλλαξε. Το πρόσωπο μου κοιτάζει εξονυχιστικά τα πλήκτρα, η ραχοκοκαλιά ξεδίπλωσε σαν ελατήριο. Οι παρτιτούρες εξαφανίστηκαν, μα έχω την ψυχή μου. Μου υπενθυμίζει το πάθος που είχα κάποτε. Τώρα δεν πρέπει να ακουμπώ τα πλήκτρα. Κρύβομαι βλέπεις και δεν πρέπει να με ακούσει κανείς. Όσο μπορείς και απολαμβάνεις τη μουσική δίχως τον φόβο δίχως αυτό να υποδηλώνει τη συμμετοχή σε μια ρωσική ρουλέτα, τότε είσαι καλά.
https://www.instagram.com/p/B-AznaRndp0/
Απέναντι μου, ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, καμένο βαθειά, μα κάτι περίσσεψε. Το ένα μου πόδι κουτσαίνει. Καταφέρνω να βρω μια τρύπα να μπω μέσα, ένα κενό ανάσας. Την στέρεψαν τα πυροβόλα. Το στομάχι μου ουρλιάζει κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, τα κόκαλα μου όλο και πιο εμφανή. Έχω την ευκαιρία να τα γνωρίσω. Το κρύο τρυπάει το δέρμα μου. Άραγε οι σφαίρες θα άφηναν τέτοια αίσθηση; Όσο το σπίτι σου έχει τοίχους και δεν μυρίζει αποξηραμένο μπαρούτι, είσαι καλά.
Μία κουζίνα κατάφερε να επιβιώσει. Ήταν εκλεκτή, βλέπεις. Όπως άλλωστε, κι εγώ. Τα άδεια δοχεία μου σκάβουν το στομάχι, το τρυπούν με δρεπάνια. Εκείνο σπαρταράει. Το ρίγος το συνήθισε πια. Βλέπω μια κονσέρβα. Την χτυπώ, προσπαθώντας να την ανοίξω. Μάταιος κόπος. Ήπια λίγο νερό από έναν κουβά. Κολυμπούσαν μέσα του κομμάτια πίσσας. Μα τι να έκανα; Όσο βρίσκεις καθαρό φαγητό καθημερινά, όσο τα χείλη σου υγραίνονται με πόσιμο νερό, είσαι καλά.
Στο σπίτι, δεν είμαι μόνος. Έχω στο πλάι μου έναν εχθρό. Μόλις τον είδα νομίζω πως τα κόκαλα μου ένοιωσαν κάτι. Τραντάχτηκε για λίγο το τόσο βοερό μούδιασμα, που με πνίγει σε κάθε βήμα, σε κάθε απόπειρα για αναπνοή. Ο εχθρός μου είναι ξένος. Θα διώξει μια για πάντα αυτό το ενοχλητικό μούδιασμα; Νομίζω πως δεν με ενοχλεί και τόσο τελικά. Όσο μπορείς να ταξιδεύεις και να αγαπάς ανθρώπους που δεν μιλούν τη γλώσσα σου, όσο μπορείς να τους αγγίζεις τα χέρια δίχως τον φόβο πως θα σε σφίξουν ξεριζώνοντας την ανάσα σου, είσαι καλά.
Στο σπίτι που κρυβόμουν προσωρινά, ήμουν μόνος. Περίμενα εβδομάδες να μου φέρουν φαγητό. Ζούσα σαν φάντασμα δίχως πέπλο προστασίας. Μα αυτό το φάντασμα κάποτε είχε ανάγκες, όνειρα κι επιθυμίες. Πάνε τώρα αυτά. Πέρασαν χρόνια που μου τα στέρησαν σαν πολυτέλεια, σαν να είχα τόσα που στερούσα κι από άλλους να ονειρεύονται. Μα τα όνειρα αν μοιράζονται, μεγαλώνουν. Αν κάνω θόρυβο, ίσως αύριο να μην υπάρχω. Αν βγω στον δρόμο, ξέρω τι θα ακολουθήσει. Κρύβομαι πίσω από τις κουρτίνες, ένας βουβός μάρτυρας, με μάτια τόσο ηχηρά. Όσο είσαι ελεύθερος να υπάρχεις μέσα στο σπίτι σου, όσο μπορείς να βγεις στο μπαλκόνι σου και να εισπνεύσεις καθαρό οξυγόνο, είσαι καλά.
Έπειτα αρρώστησα. Αναίσθητος, έτρεμα μέσα στο κρεβάτι, τα μάτια μου έχασαν την κατεύθυνση τους, στράφηκαν προς τον ουρανό. Αποζητούσαν έναν άλλον τόπο, μια ουτοπία μακριά από σφαίρες και λοιμό. Ήρθαν δύο φίλοι. Ακούμπησαν μια κομπρέσα στο μέτωπο μου. Άρχισα να νοιώθω. Ύστερα, ήρθε ο γιατρός. Θα ζούσα είπε. Τι ειρωνεία. Όσο μπορείς να έχεις πρόσβαση σε φάρμακα και ιατρική περίθαλψη, είσαι καλά.
Θα αναρωτιέστε γιατί είμαι μόνος. Έχασα τους δικούς μου εδώ και καιρό. Έφυγαν για τα στρατόπεδα. Εμένα με τράβηξαν βίαια απ’ την ουρά κι έτσι γλίτωσα. Δεν έχω νέα τους έκτοτε. Ποτέ δεν είχα. Χάθηκαν μέσα στο πλήθος, οι ψίθυροι τους ενσωματώθηκαν με τον αχό εκπνέοντας ένα σύννεφο ελευθερίας και περηφάνιας. Κι αν μου έγραφαν, τι θα έλεγαν; Καλύτερα να μην ξέρω. Όσο μπορείς να επικοινωνείς με τους ανθρώπους που αγαπάς με οποιοδήποτε μέσο, όσο τα νέα σας δεν είναι συνταρακτικά μα προσιτά και διαχειρίσιμα, είσαι καλά.
Είδα να πυροβολούν τον φίλο μου στο κεφάλι. Τους έδωσαν εντολή να ξαπλώσουν στο πάτωμα μπρούμυτα κι ύστερα, αποφάσιζαν δικαιωματικά να ξεκολλήσουν την ψύχη τους από το σώμα. Ο φίλος μου ήταν τελευταίος στην ουρά. Για λίγο, πίστεψα πως θα τον σώσουν. Οι σφαίρες είχαν τελειώσει κι αναμέναμε. Μα φυσικά, οι επόμενες δεν άργησαν να φανούν. Σκέτη απογοήτευση η ελπίδα τελικά. Όσο κυκλοφορείς ελεύθερος, δίχως τον φόβο πως θα χαθείς, είσαι καλά.
Το χρήμα δεν είχε αξία για εμένα πια. Έδωσα όλον μου τον θησαυρό για το ένα έκτο μιας καραμέλας. Τη μοιραστήκαμε με την οικογένεια μου. Το μόνο καλό, σωστά; Ένα κομμάτι χαρτί είναι μόνο κι εμείς αναγκαστήκαμε να το καταλάβουμε. Και να φανταστείς πως κάποιοι το κυνηγούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Και να φανταστείς πως στέρευαν ολόκληρους κόσμους γεμάτους δημιουργικότητα και απέραντο πνεύμα, για να εγκλωβίσουν τον χώρο τους με στοίβες από δαύτο.
Ήμουν πιανίστας σε έναν σπουδαίο ραδιοφωνικό σταθμό. Μη φανταστείτε κάτι τρομερό. Ένα μικρό μέρος ήταν, μα τόσο ζεστό. Έκανα αυτό που αγαπώ κι η καρδιά μου γελούσε. Τόσο γαλήνη άραγε θα ξαναβρώ; Αυτό αναρωτιόμουν κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε σε εκείνη τη σοφίτα. Μου έκλεψαν την αξιοπρέπεια σαν να ήταν ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Μια μέρα βούτηξαν στον κόσμο μου κι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ήμουν ένα ερείπιο κινούμενο, μια μαριονέτα που την πήγαινε η ψυχή μου, όπου το πίστευε καλό. Την άκουσα και γλίτωσα. Ίσως να με ευνόησε το φεγγάρι. Ένα μονάχα ξέρω. Τη μουσική μου αγαπούσε κάθε γωνιά της χώρας. Ύστερα, την αγάπησε κι ο εχθρός μου κι έγινε φίλος μου. Η τέχνη τσακίζει τα σύνορα της καρδιάς. Μα ένα μονάχα τώρα σας ρωτώ. Για ποιον εγκλωβισμό μιλάτε; Για ποια στέρηση ελευθερίας; Η καραντίνα σας θα φάνταζε όνειρο για εμάς.
Κάθε πρωί, να βγαίνετε στο μπαλκόνι, να χαιρετάτε τον ουρανό, να λέτε ευχαριστώ στον ήλιο για το φως που σας χαρίζει τόσο απλόχερα σε αυτό το μακρινό ταξίδι . Να τρέφεστε σωστά, να γελάτε συχνά, να μιλάτε με τους αγαπημένους σας ώρες ατέλειωτες. Ήρθε η ώρα να πείτε όλα όσας σας βάραιναν τον καιρό που πέρασε, μα δεν είχατε αρκετό χρόνο για να ελαφρύνετε τελείως τις ψυχές σας. Πείτε τους πόσο τους αγαπάτε, να μην ντραπείτε. Κι εκείνοι ψάχνουν ένα τζάκι να θερμάνουν τα όνειρα τους, που τσακίστηκαν τόσο ξαφνικά. Δείτε ταινίες για να αγαλλιάσετε, δείτε σειρές για να αφεθείτε. Ακούστε μουσική για να γνωρίσετε κοσμοθεωρίες αλλιώτικες και με τόσους πλανήτες να συνδεθείτε. Διαβάστε βιβλία για να πλάσετε όνειρα και ζωγραφίστε, για να τα δείτε να συμβαίνουν.
Μορφωθείτε, αναζητήστε, σκάψτε βαθειά. Τι θα κάνατε αλλιώς αυτή τη φορά; Η καραντίνα σας μπορεί και να μεταφραστεί σε μια αποφευκτική αντανάκλαση στον καθρέφτη. Τόσο πολύ τη φοβάστε; Όταν ακούτε τις ειδήσεις τρέμετε και λέτε πως τα μέσα κινδυνολογούν. Οι αριθμοί είναι ψεύτικοι για όσους αρνούνται την αλήθεια. Ο ρεαλισμός γίνεται σκόνη εισερχόμενος στον ορίζοντα του παραλογισμού. Μην είσαι κι εσύ ένας από εκείνους. Όσο αποφεύγεις τον καθρέφτη σου, τα ψηφία θα μεγεθύνονται. Εγώ σε συμβουλεύω να τον αρπάξεις γερά και να καρφώσεις πάνω του το βλέμμα σου. Εσύ τον δημιούργησες. Φοβάσαι εκείνα που έπλασαν τα ίδια σου τα χέρια, τα σχέδια που σχημάτισε ο νους σου; Παρατήρησε τα όλα και δες τον κόσμο να ομορφαίνει.
Κάθε βράδυ να παρατηρείς το φεγγάρι να μεταμορφώνεται. Έχεις να μάθεις πολλά από το ταξίδι του. Σου υπόσχομαι πως αν κοιτάξεις καλά, θα εντοπίσεις και λίγα αστέρια. Κι αν επιμείνεις στην αναζήτηση, κάποιο θα πέσει από ψηλά για εσένα. Κάνε λοιπόν μια ευχή για μένα, μα και για κάθε γωνιά της γης. Ευχήσου όλοι οι εφιάλτες μου να διαλυθούν. Ευχήσου οι άνθρωποι να ξεχάσουν την τόση σκληρότητα, την τόση χυδαιότητα, την τόση ματαιοδοξία. Ευχήσου να καταλάβουν. Τι; Πως αν οι εφιάλτες μου είναι για εκείνους δεδομένα ηλιοβασιλέματα, τότε αγκαλιάζουν κάθε νύχτα την ευτυχία. Κι αν δεν το βλέπουν, ας στρέψουν το βλέμμα προς τα μέσα, ας πιάσουν το αγκάθι που γρατζουνάει το σύννεφο τους κι ας το πετάξουν μακριά με όλη τους τη δύναμη. Μοναδική η γεύση της ελευθερίας, δεν νομίζεις;