Γιατί τραγουδάμε κάλαντα από σπίτι σε σπίτι κάθε Χριστούγεννα;


Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε τραγουδήσει χριστουγεννιάτικα κάλαντα κάποια στιγμή στη ζωή μας (αν δεν τραγουδάμε ακόμα). Πόσοι από εμάς όμως γνωρίζουμε την ιστορία πίσω από τα κάλαντα ή από τα διαφορετικά είδη τους που έχουν δημιουργηθεί σε διάφορες γωνιές του κόσμου; Ας κάνουμε λοιπόν μια αναδρομή στο στοιχείο αυτό της λαϊκής παράδοσης που μας κάνει πιο γενναιόδωρους αυτές τις κατανυκτικές ημέρες του χρόνου. 

Τι σημαίνει η λέξη;

Η ρίζα της λέξης κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο.

Το ιστορικό πλαίσιο και η εξάπλωση:

Οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι ανάγονται στη Ρώμη του 4ου αιώνα και ήταν γραμμένοι στα λατινικά. Τον 9ο και 10ο αιώνα, τα βορειοευρωπαϊκά μοναστήρια ανέπτυξαν χριστουγεννιάτικους ύμνους σε μια ακολουθία ομοιοκατάληκτων στροφών. Ο μοναχός Αδάμ του Αγίου Βίκτωρα απ' το Παρίσι άρχισε να αντλεί μουσική από λαϊκά τραγούδια τον 12ο αιώνα, γεγονός που εισήγαγε ένα στοιχείο πιο κοντινό στο παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραγούδι.

Ο πρώιμος χριστιανισμός μετέτρεψε την παγανιστική παράδοση του ηλιοστασίου σε γιορτή για τα Χριστούγεννα και έδωσε στους ανθρώπους χριστιανικά τραγούδια για να τραγουδήσουν. Το 129 μ.Χ, ένας Ρωμαίος επίσκοπος είπε ότι ένα τραγούδι που ονομαζόταν Angel's Hymn έπρεπε να τραγουδηθεί σε μια χριστουγεννιάτικη λειτουργία στη Ρώμη.

Σύντομα, μετά από αυτό συνθέτες σε όλη την Ευρώπη άρχισαν να γράφουν «χριστουγεννιάτικα κάλαντα», αλλά δεν άρεσαν σε πολλούς ανθρώπους, καθώς γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν στα λατινικά, μια γλώσσα που δεν μπορούσαν να καταλάβουν όλοι. Μέχρι την εποχή του Μεσαίωνα, πολλοί άνθρωποι είχαν χάσει εντελώς το ενδιαφέρον τους για τον εορτασμό των Χριστουγέννων.

Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης ενθάρρυνε την ανάπτυξη χριστουγεννιάτικων τραγουδιών στις μητρικές γλώσσες. Το 1223, σε διάφορες αναπαραστάσεις της γέννησης της Ασίζης στην Ιταλία, ο κόσμος τραγουδούσε τραγούδια ή «άσματα» που διηγούνταν τη χριστιανική ιστορία της γέννησης. Μερικές φορές τα ρεφρέν αυτών των νέων καλάντων ήταν στα λατινικά, αλλά συνήθως ήταν σε μια τοπική γλώσσα που ο κόσμος που παρακολουθούσε μπορούσε να καταλάβει και να συμμετάσχει. Τα νέα κάλαντα εξαπλώθηκαν στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

Παραδοσιακά τα κάλαντα βασίζονταν σε μεσαιωνικά μοτίβα συγχορδιών, τα οποία τους δίνουν τον χαρακτηριστικό μουσικό τους ήχο. Ορισμένα κάλαντα, όπως το Personent hodie, το Good King Wenceslas και το The Holly and the Ivy, ανάγονται κατευθείαν στον Μεσαίωνα και είναι από τις παλαιότερες μουσικές συνθέσεις που τραγουδιούνται ακόμη τακτικά.

Αναφορικά με την ιστορία των καλάντων στην Ελλάδα, αυτά διατηρήθηκαν στο Βυζάντιο και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό, μεταβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό τους χαρακτήρα και ενσωματώνοντας πολλά στοιχεία δημοτικής και λαϊκής ποίησης. Εκείνο που παρέμεινε, πάντως, αμετάβλητο κατά την διάρκεια των αιώνων, είναι το φιλοδώρημα. Στις μέρες μας αποτελεί, κυρίως, ένα συμβολικό (ή και όχι) χρηματικό ποσό, ενώ παλαιότερα προσφέρονταν φαγώσιμα (γλυκά, πίτες, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια), κάτι που συμβαίνει ακόμη σε μερικές περιπτώσεις.

Στο παρελθόν, όσοι έψελναν τα κάλαντα στην Ελλάδα κρατούσαν κι ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού που συσχετιζόταν με το πλοίο των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας, το οποίο συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου (θεού της βλάστησης, του οίνου, της χαράς και του κεφιού).

Πώς ξεκίνησε το τραγούδι των καλάντων από σπίτι σε σπίτι;

Η συνήθεια του να τραγουδάει κανείς τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι έχει τις ρίζες του στο Μεσαίωνα, όταν υπήρχαν επίσημοι τραγουδιστές των καλάντων που ονομάζονταν «Waits». Αυτοί ήταν υπό την ηγεσία σημαντικών ντόπιων, όπως οι επικεφαλής των συμβουλίων, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να παίρνουν χρήματα από το κοινό. Ονομάζονταν Waits επειδή τραγουδούσαν μόνο την παραμονή των Χριστουγέννων (συχνά γνωστή ως «watchnight» ή «waitnight»), όταν άρχιζαν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές.

Το διήγημα του Κάρολου Ντίκενς «Οι επτά φτωχοί ταξιδιώτες» (The Seven Poor Travellers) του 1854 περιγράφει μια ομάδα μουσικών που εμφανίζονται σε μια πόλη ένα χειμωνιάτικο βράδυ: «Καθώς περνούσα κατά μήκος του High Street, άκουσα τους Waits από μακριά και ξεκίνησα να τους βρω. Έπαιζαν κοντά σε μια από τις παλιές πύλες της πόλης, στη γωνία μιας υπέροχα γραφικής σειράς από κόκκινα τούβλα».

Η πρώτη επίσημη λειτουργία με κάλαντα πιστεύεται ότι πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό του Truro, στην Κορνουάλη, το 1880. Οργανώθηκε από τον Edward White Benson, τον πρώτο επίσκοπο του Truro, ο οποίος αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος του Canterbury.

Βέβαια, άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι το έθιμο ανάγεται στην Αρχαία Ελλάδα και το έθιμο της «Ειρεσιώνης» (από τη λέξη είρος -έριον=μαλλί-), σύμφωνα με το οποίο παιδιά περιέφεραν ένα κλαδί ελιάς, η αγριελιάς (κότινο) στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και διάφορα άλλα καλούδια και έψαλλαν στα σπίτια, παίρνοντας φιλοδώρημα από τον κάθε νοικοκύρη.

Fun Facts για τα πιο γνωστά κάλαντα!

Οι …περίεργοι στίχοι στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σύνδεση με τη γιορτή, μιας και το μόνο στοιχείο είναι ο Άγιος Βασίλης. Σύμφωνα με το θρύλο, που μας ταξιδεύει πίσω στο Μεσαίωνα, πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, όταν οι άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών τάξεων, δεν είχαν δικαίωμα να έχουν επαφές με τους αριστοκράτες, παρά μόνο να τους τραγουδούν κατά την διάρκεια των γιορτών: ένα φτωχό παλληκάρι αποκαλεί μια νέα αριστοκράτισσα ψηλή δενδρολιβανιά, επειδή φορούσε τα ψηλά κωνικά καπέλα της εποχής και την παρομοιάζει με τον θόλο της εκκλησίας. Διερωτάται, γιατί δεν τον καταδέχεται, ενώ την θεωρεί φτιαγμένη από ζάχαρη.

Το "Jingle Bells" ονομάστηκε αρχικά "The One Horse Open Sleigh" όταν γράφτηκε και συντέθηκε από τον James Lord Pierpont το 1857. Το τραγούδι αρχικά δεν έγινε δεκτό καλά από τους ακροατές και χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή χριστουγεννιάτικα τραγούδια.