11 χρόνια από το θάνατο του διαβόητου ελληνοαμερικανού που τη δεκαετία του 1970 υπήρξε ο πιο επικίνδυνος φυγάς για το FBI και διαχειριζόταν τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία πορνό στις ΗΠΑ.
«Η οικογένειά μου ήταν Έλληνες μετανάστες που δεν είχαν ούτε δύο τσακιστές δεκάρες πάνω τους. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν έξω ή ήταν στα σπορ, εγώ δούλευα σκληρά για το χαρτζιλίκι» διαβάζουμε ένα σημείο από τα απομνημονεύματά του. Τη δεκαετία του ’70, ο Μάικλ Θίβις υπήρξε ένας από τους πιο επικίνδυνους φυγάδες για το FBI και ο πραγματικός «βασιλιάς του πορνό», με κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων και μία αυτοκρατορία που χτίστηκε με αίμα, σπέρμα και φωτιά.
Ο Μάικλ Θίβις γεννήθηκε το 1932 στο Ράλεϊ της Βόρειας Καρολίνας. Ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά, με γονείς που είχαν χωρίσει και το μοναδικό μέρος που τον έβρισκες ήταν η ορθόδοξη εκκλησία της γειτονιάς. Πώς ένα παπαδάκι, γαλουχημένο στις ορθόδοξες χριστιανικές αξίες μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγες δεκαετίες στον «βασιλιά του πορνό», τον «Scarface πριν τον Scarface», και βρέθηκε ψηλά στη λίστα του FBI με τους πιο επικίνδυνους καταζητούμενους στην Αμερική;
Το 1950, έχοντας, ήδη, προλάβει να «κερδίσει» την πρώτη του καταδίκη για απόπειρα ληστείας, ο 18χρονος Μάικλ μετακομίζει λίγο πιο νότια, στην «καυτή» Ατλάντα της Τζόρτζια. Το 1951 παντρεύτηκε την 16χρονη Τζοάν, με την οποία απέκτησε 5 παιδιά, έχοντας παρατήσει τις όποιες σπουδές μηχανολογίας στο Georgia Tech. Ήδη, δούλευε σε ένα newsstand με εφημερίδες και περιοδικό τύπο, κάτι που θα αποδεικνυόταν το καλύτερο «σχολείο» για την μετέπειτα καριέρα του. Για την ώρα, ίσα ίσα που έβγαζε το έξοδα για το ενοίκιο, ζώντας στην ανέχεια και φτώχεια. Κάτι που θα άλλαζε τα επόμενα χρόνια…
Η αφύπνιση
Έξυπνος, διορατικός, παιδί της πιάτσας, δεν άργησε να προσέξει τι πούλαγε πιο πολύ στον πάγκο που κράταγε. «Έκανα απογραφή μία μέρα και πρόσεξα ότι το 90% των κερδών μας, προερχόταν από το 10% των τίτλων, από περιοδικά με γυμνά κορίτσια. Με συνέλαβαν πολλές φορές με κατηγορίες για άσεμνο και ακατάλληλο περιεχόμενο, την πρώτη φορά επειδή πουλούσα το Playboy. Κάτι που φαίνεται γελοίο τώρα, αλλά τότε, τη δεκαετία του ’50, όλα αυτά θεωρούνταν σοβαρά αδικήματα, ειδικά στο θρησκόληπτο Νότο» αναφέρει σε ένα άλλο σημείο των απομνημονευμάτων του.
Κανείς στην Αμερική δεν ένιωθε άνετα να μιλάει ανοιχτά για το σεξ, πόσο μάλλον να κατέχει περιοδικά πορνογραφικού περιεχομένου. Όλοι, όμως, είχαν την επιθυμία να γευτούν το «απαγορευμένο φρούτο». Έτσι, τα ερωτικά περιοδικά βρέθηκαν να πουλάνε περισσότερο από μεγάλες και έγκυρες εφημερίδες, στη «ζούλα», ακόμα και αν οι πωλητές ρίσκαραν να συλληφθούν για διανομή πορνογραφικού υλικού.
O Μάικλ Θίβις έπεισε το αφεντικό του να συνεταιριστούν σε ένα νέο newsstand και μέχρι το 1955 είχε καταφέρει να γίνει ιδιοκτήτης τριών δικών του πάγκων με εφημερίδες και περιοδικά. Φτάνοντας στο 1960, τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει πολύ για τον ίδιο και την οικογένειά του. Δούλευε πολλές ώρες στο δρόμο και στη «βρόμικη» - αλλά ζωντανή από κίνηση - γειτονιά Peachtree της Ατλάντα, πάντα με το φόβο της σύλληψης για την πώληση «άσεμνων» περιοδικών. Κάτι που έκανε στα κρυφά, κάτω από τον πάγκο. Μαζί με τα πιο soft ερωτικά περιοδικά, πούλαγε και πιο hardcore τίτλους σε συγκεκριμένο δίκτυο πελατών, μέσα σε φακέλους και καφέ χάρτινες σακούλες.
Ο γκάνγκστερ Κένεθ Χάνα ήταν αυτός που δημιούργησε το δίκτυο πελατών για τον Μάικλ Θίβις, με τη δουλειά να πηγαίνει «σφαίρα». Όλοι ζητούσαν το «απαγορευμένο». Δεν άργησε να ιδρύσει – στη «μαύρη» - και το δικό του εκδοτικό οίκο, την Pendulum Press, με ανάλογο περιεχόμενο και άπειρους απίθανους τίτλους περιοδικών. Πλέον, κατείχε όλο το πακέτο: newsstands που αυξάνονταν σε αριθμό, διανομή, εκδόσεις. Λέγεται, ότι τις ιστορίες σε κάποια από αυτά τα περιοδικά, τις έγραψε ένας περίεργος τύπος με το όνομα Donna D. Dildo, που δεν ήταν άλλος από τον «χειρότερο σκηνοθέτη του κόσμου», Ed Wood Jr.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Μάικλ Θέβις δεν επέτρεπε να κυκλοφορούν ερωτικά περιοδικά ή να γίνονται ανάλογες συζητήσεις μέσα στο σπίτι του. Τηρούσε αυστηρά τα ήθη και έθιμα της ελληνικής οικογένειας, την ίδια στιγμή που – τα επόμενα χρόνια - «καθάριζε» έναν προς έναν τους ανταγωνιστές προς την κορυφή της «τροφικής αλυσίδας» της πορνοβιομηχανίας.
Η γνωριμία του Μάικλ Θίβις με τον Κένεθ Χάνα θα καθορίσει τις μετέπειτα ζωές των δύο ανδρών. Ο Χάνα θα τον συστήσει στον Ρότζερ Ντιν Άντερχιλ, ένα χαμηλόβαθμο «στρατιώτη» της διαβόητης εγκληματικής οικογένειας Γκαμπίνο, στην ουσία με τη μαφία της Νέας Υόρκης.
Veni vidi vici
Το 1967, σε μία επίσκεψη στην Times Square της Νέας Υόρκης, που έβριθε από adult βιβλιοπωλεία, μασατζίδικα, αρουραίους και κακόφημους κινηματογράφους, νεαρόκοσμο που είχε κάνει κοπάνα από το σχολείο, πορτοφολάδες και εμπόρους ναρκωτικών, με την κατάσταση να γίνεται ακόμα πιο ανεξέλεγκτη τη δεκαετία του 1970, ο Θίβις πρόσεξε κάποιες καμπίνες που έμοιαζαν με τζουκ μποξ, τις λεγόμενες peep show machines. Έβαζες ένα κέρμα στη σχισμή, εστίαζες στο προσοφθάλμιο και ένας 8mm προτζέκτορας πρόβαλλε σκηνές από ερωτικές ταινίες.
Αυτές τις καμπίνες, με την ιστορία τους να πηγαίνει πίσω στα υπαίθρια καρναβάλια και τα λούνα παρκ, τις είχε εισάγει πρώτος στην Times Square o Μάρτιν Χόντας, ένας τύπος που κέρδισε εκατομμύρια, τα έβαλε με τη μαφία και έθεσε τους δικούς του όρους. Μόνο που εδώ, αυτά τα peep booths δεν έδειχναν κινούμενα σχέδια ή φωτογραφίες γυμνών γυναικών, αλλά πορνό.
Πίσω στην Ατλάντα, παραμένοντας στο 1967, ο Θίβις με τη βοήθεια και την τεχνογνωσία του Άντερχιλ («έπιαναν τα χέρια του», ήταν και κλειδαράς, ανάμεσα σε άλλες «αρετές», όπως ένα πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες), στήνουν τις εταιρείες Cinematics και Automatic Enterprises και θέτουν ως στόχο να προμηθεύσουν κάθε βιβλιοπωλείο, sex shop και κινηματογράφο της Αμερική – και όχι μόνο στην Ατλάντα - με peep booths. Αφού εξέλιξαν τα (προβληματικά) μοντέλα του Χόντας, μέσα σε ένα χρόνο κατασκεύασαν ένα ικανό αριθμό μηχανών για να καλύψουν ένα μέρος της αυξανόμενης ζήτησης (άλλωστε, ακόμα και αν δεν ήθελες ένα τέτοιο booth στο μαγαζί σου, σε εξανάγκαζαν να το βάλεις, δεν είχες επιλογή).
«Μην ξεχνάς, Μάικλ, εσύ απλά διαχειρίζεσαι τις μηχανές. Η οικογένεια κάνει κουμάντο», ήταν τα λόγια του Ρόμπερτ ΝτιΜπερνάρντο της La Cosa Nostra, προς τον Μάικλ Θίβις, όπως κατεγράφησαν τηλεφωνικώς από τις διωκτικές αρχές. Ο Θίβις δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι είχε δεσμούς με τη μαφία.
Η ακόρεστη λαγνεία «έτρεφε» τις μηχανές με κέρματα. Και όλο τις έτρεφε. Το 1969, σε ηλικία 37 χρονών, ο Θίβις ήταν εκατομμυριούχος και λειτουργούσε, κάτω από μία «σκοτεινή ομπρέλα» επιχειρήσεων, πολλές από αυτές νόμιμες (εστιατόρια, real-estate), εκατοντάδες adult βιβλιοπωλεία, sex shops, x-rated κινηματογράφους, την παραγωγή ερωτικών ταινιών και εκδόσεων, και φυσικά, την άκρως κερδοφόρα κατασκευή και διανομή χιλιάδων peep booths ανά την αμερικανική επικράτεια.
Πίσω στο σπίτι, μία έπαυλη, ο γάμος με την Τζοάν άρχιζε να καταρρέει. Αλλά ποιος νοιαζόταν για αυτό;
Τα ματωμένα 70s
Η δεκαετία του 1970 μπήκε με ένα κρεσέντο εμπρησμών, φόνων και απόλυτης κυριαρχίας για τον Θίβις. Δεν άφησε κανένα ανταγωνιστή εκτός κάδρου, επέλεξε να τους «στραγγαλίσει» οικονομικά (και φυσικά), τους έκανε να τον υπακούσουν ή απλά να εξαφανιστούν.
Ακόμα και οι μέχρι πρότινος στενοί συνεργάτες δεν έμειναν απ’ έξω, με πρώτο και «καλύτερο» τον Κένεθ Χάνα που είχε φτιάξει το δικό του δίκτυο μαγαζιών, μέσα από τα οποία διακινούσε και ταινίες του Θίβις, χωρίς να το γνωρίζει ο τελευταίος. Στις 13 Νοεμβρίου 1970, ο Χάνα πέφτει νεκρός με μία σφαίρα στο κεφάλι σε μία αποθήκη του Θίβις, ο οποίος τον βάζει στο πορτ παγκάζ του αμαξιού του και ο Άντερχιλ καλείται να εξαφανίσει το πτώμα. Σε μία σκηνή που θα ζήλευε ο Τόνι Σοπράνο και ο Κουέντιν Ταραντίνο στο “Reservoir Dogs”, με ένα φλόγιστρο καίνε κάθε αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τους ενοχοποιήσουν (το όπλο του εγκλήματος, τα κλειδιά του αμαξιού του Χάνα και κάποια μεξικανικά νομίσματα που είχε πάνω του κ.α.).
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ρότζερ Ντιν Άντερχιλ, συνέταιρος με μικρότερο ποσοστό, αναγκάζεται – με το κακό ή με το χειρότερο - να πουλήσει το μερίδιο του στον Θίβις και να δουλέψει για αυτόν σαν απλός υπάλληλος. Ο Θίβις έπρεπε να έχει τον απόλυτο έλεγχο.
Τα επόμενα χρόνια, ενώ την ίδια στιγμή αποκτούσε νέες ερωμένες και μία ακόμα πολυτελή έπαυλη στην Ατλάντα, - αργότερα, τη δεκαετία του ’90, θα γίνει το σπίτι της Γουίτνεϊ Χιούστον και του Μπόμπι Μπράουν - ακολούθησε ακόμα μία σειρά εμπρησμών με στόχο αποθήκες, μαγαζιά και γραφεία ανταγωνιστών, όπως και μία νέα δολοφονία, αυτή του Τζίμι Μάγιες, στις 18 Σεπτεμβρίου 1973. Ο άτυχος Μάγιες είχε ανοίξει το δικό του adult βιβλιοπωλείο, ήξερε και πώς φτιάχνεται ένα peep booth, κάτι που ο Θίβις δεν είδε με καλό μάτι. Τοποθετήθηκε μία βόμβα στο φορτηγό του, με τον Μάγιες να σκοτώνεται ακαριαία από την έκρηξη.
Prison Blues
Οι διωκτικές αρχές πλησίαζαν όλο περισσότερο στον Θίβις. Τα στοιχεία για διανομή παράνομου και άσεμνου υλικού και εμπρησμούς ήταν πλέον ικανά για να τον στείλουν στη φυλακή, για οκτώ χρόνια, τον Δεκέμβρη του 1974. Την ίδια χρονιά, καταδικάζεται σε φυλάκιση και το δεξί του χέρι, Ρότζερ Ντιν Άντερχιλ, για κατοχή όπλων και κλεμμένων χρυσών νομισμάτων.
Ο Θίβις πάντοτε «δάγκωνε» τα χέρια αυτών που τον βοηθούσαν. Κάτι που, τελικά, έκανε ο ίδιος ο Άντερχιλ. «Δάγκωσε» το αφεντικό του. Μετά από πίεση, υπό το φόβο για παραμονή στη φυλακή για πολλά χρόνια και υποσχέσεων που έλαβε για το μέλλον του, ενώ είχε δεχθεί δολοφονικές επιθέσεις μέσα στο κελί του, ο Άντερχιλ έγινε πληροφοριοδότης των αρχών. Με ένα κρυμμένο μικρόφωνο κατέγραφε, εντός φυλακής, τις συνομιλίες του με τον Θίβις.
Τον Απρίλιο 1978, ξεκινάει ένας νέος κύκλων ακροάσεων. Είναι σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα βρεθεί αντιμέτωπος και με τις υποθέσεις δολοφονιών των Χάνα και Μάγιες – τον έχει «δώσει» ο Άντερχιλ - και το ενδεχόμενο της ισόβιας κράτησης ήταν ορατό. Για τη δίκη, έχει μεταφερθεί σε ένα μικρότερο σωφρονιστικό ίδρυμα στο Νιου Άλμπανι της Ιντιάνα από το Σπρίνγκφιλντ του Μιζούρι όπου βρισκόταν έγκλειστος τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια.
Στις 28 Απριλίου 1978, ο Μάικλ Θίβις «γίνεται καπνός» από τη μικροσκοπική φυλακή της Ιντιάνα. Δεν άνοιξε ρουθούνι, πλήρωσε με μετρητά και τσιγάρα τους δεσμοφύλακες και τον άφησαν να το σκάσει. Είχε προλάβει να υπογράψει διαζύγιο με τη γυναίκα του και να περάσει την περιουσία του σε ένα έμπιστο πρόσωπο.
FBI’s Most Wanted και η αρχή του τέλους
Ελεύθερος πλέον, μπαίνει στη Chevrolet Caprice Classic και ξεχύνεται στον ανοιχτό δρόμο. Στο πλάι, η ερωμένη του, Τζάνετ Έβανς. Με τη βοήθεια ενός ξαδέρφου της, του διεφθαρμένου αστυνομικού Μπαρτ Χουντ, βγάζουν νέες ταυτότητες και πιστωτικές κάρτες. Το FBI τον τοποθετεί ανάμεσα στους 10 πιο επικίνδυνους καταζητούμενους φυγάδες.
Στις 25 Οκτωβρίου 1978, έξι μήνες από την απόδραση από τη φυλακή της Ιντιάνα, κυνηγημένος σε κάθε πολιτεία και αλλάζοντας συνεχώς σπίτια, ο Θίβις βάζει σε εφαρμογή ένα τελευταίο σχέδιο: τη δολοφονία του Άντερχιλ. Ο Ρότζερ Ντιν Άντερχιλ βρισκόταν ελεύθερος με αναστολή και σύντομα θα έμπαινε στο πρόγραμμα προστατευόμενων μαρτύρων, αφού πρώτα θα είχε καταθέσει κατά του Θίβις. Δεν πρόλαβε.
Ο Θίβις είχε ακριβείς πληροφορίες, μέσα από κτηματομεσίτες, ότι στις 25 Οκτωβρίου, ο Άντερχιλ είχε ραντεβού με έναν υποψήφιο αγοραστή, τον ιδιοκτήτη αλυσίδας σούπερ μάρκετ, Άιζακ Γκαλάντι, για ένα μεγάλο κομμάτι γης που κατείχε στην Ατλάντα. Οι δύο άνδρες, ο Άντερχιλ και ο Γκαλάντι, πέφτουν νεκροί μετά από ενέδρα. Μάρτυρες κατέθεσαν είδαν τους Μάικλ Θίβις, Τζάνετ Έβανς και Μπαρτ Χουντ, κοντά στον τόπο της δολοφονίας.
Στις 9 Νοεμβρίου 1978, δύο βδομάδες μετά τους φόνους των Άντερχιλ και Γκαλάντι, ο Μάικλ Θίβις συλλαμβάνεται σε μία τράπεζα του Μπλούμφιλντ στο Κονέκτικατ. Προσπάθησε να κάνει ανάληψη – με το ψεύτικο όνομα Άρμπι Έβανς - 31 χιλιάδες δολάρια από ένα λογαριασμό, κάτι που κίνησε τις υποψίες ενός υπαλλήλου που -με τη σειρά του - ενημέρωσε την αστυνομία. Στο αυτοκίνητο, βρισκόταν μία πανικόβλητη Τζάνετ Έβανς. Αυτό ήταν το τέλος μίας αυτοκρατορίας χτισμένης με αίμα, σπέρμα και φωτιά. Άλλωστε, δε θα κρατούσε πολύ. Θα έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο. Ο ερχομός του VHS και του home entertainment, θα μετέτρεπε – γρήγορα και βίαια - τα peep booths σε μουσειακό είδος.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Μάικλ Θίβις καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη και δε θα δει ξανά το φως της ημέρας. Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάζονται και οι Τζάνετ Έβανς και ο ξάδερφος Μπαρτ Χουντ. Ο Μάικλ Θίβις πέθανε σε ηλικία 81 ετών στις 20 Νοεμβρίου 2013 στις ομοσπονδιακές φυλακές του Μπέιπορτ της Μινεσότα.
Υπό το βλέμμα του Χόλιγουντ
Πριν από λίγα χρόνια, διαβάζαμε πως ο αυστραλός σκηνοθέτης με ελληνικές ρίζες, Άντονι Μάρας, θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε την ταινία «Peachtree», σχετικά με την άνοδο και την πτώση του Μάικλ Θίβις. Γνωστός μέσα από τη συναρπαστική ταινία «Hotel Mumbai» του 2018, ο Άντονι Μάρας φαντάζει σαν η ιδανική επιλογή. Άλλωστε, την πραγματική ζωή του Μάικλ Θίβις, δε θα μπορούσε να την φανταστεί ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος. Δεν υπάρχουν νεότερα για το συγκεκριμένο project. Γνωρίζουμε ότι ο Άντονι Μάρας είναι έτοιμος να σκηνοθετήσει ένα άλλο φιλμ σύντομα, με παραγωγό και σταρ τον Τζόνα Χιλ: Tη βιογραφία του εξίσου αμφιλεγόμενου επαγγελματία παίκτη του γκολφ, Τζον Ντάλι.
Η περίπτωση της ελληνοεβραίας παραγωγού πορνό, Τσέλι Γουίλσον
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα τέλη της επόμενης, την ίδια περίοδο που ο Μάικλ Θίβις έβγαζε τα πρώτα του εκατομμύρια και ανέβαινε στην ιεραρχία του βιομηχανίας του πορνό και του υποκόσμου, μία άλλη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ελληνικής καταγωγής, ήταν ιδιοκτήτρια μίας σειράς κινηματογράφων πορνό και πιο «δεύτερων» ταινιών – μπορεί, παράλληλα, να έπεφτες πάνω σε μία ταινία του Φελίνι πριν από την προβολή μίας ταινίας τρόμου με κανίβαλους, αν ήσουν τυχερός και έφευγες με το πορτοφόλι στη θέση του - στην επικίνδυνη Times Square της Νέας Υόρκης ή αλλιώς The Deuce. Η Ελληνοεβραία Τσέλι Γουίλσον από τη Θεσσαλονίκη ήταν η ιδιοκτήτρια των κινηματογράφων Eros, Adonis, Venus, Cameo και Capri, καθώς και παραγωγός διάφορων πορνό και exploitation παραγωγών, για κάθε γούστα και βίτσια. Το 1960 είχε υπάρξει και συμπαραγωγός της ταινίας «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου.
Βαθύ Λαρύγγι
Το καλοκαίρι του 1972, την εποχή που ο Θίβις εκτελούσε τους ανταγωνιστές του και έκαιγε στις επιχειρήσεις τους, η ταινία “Deep Throat” («Βαθύ Λαρύγγι») του Τζέραρντ Νταμιάνο έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους. Με πρωταγωνίστρια την Λίντα Λόβλεϊς, το «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν μία από τις πρώτες πορνογραφικές ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες και είχαν πλοκή (έστω υποτυπώδη). Με μικρό προϋπολογισμό, σάρωσε στα ταμεία, φέρνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια κέρδη στους παραγωγούς, δηλαδή τον Λούις «Μπούτσι» Περάινο και την οικογένεια Κολόμπο του οργανωμένου εγκλήματος της Νέας Υόρκης. Ο Λούις «Μπούτσι» Περάινο, λίγο αργότερα, βοήθησε στη χρηματοδότηση και διανομή της κλασικής ταινίας τρόμου “The Texas Chainsaw Massacre”, όπως και την «υπόγεια κυκλοφορία» του sex tape της Πάμελα Άντερσον και Τόμι Λι.
Μάικλ Θίβις, μουσικός και κινηματογραφικός παραγωγός
Αν κάποιος ταξίδευε στην Ατλάντα το 1973, το βλέμμα του θα έπεφτε πάνω σε μεγάλες διαφημιστικές ταμπέλες που έγραφαν «Welcome to Atlanta. Home of General Record Corporation, Hotlanta, Aware, GRC Records and Tapes, Michael Thevis Enterprises».
Ο Μάικλ Θίβις, νιώθοντας την « καυτή ανάσα» των διωκτικών αρχών όλο και πιο κοντά, έπρεπε να βρει νέους τρόπους για να νομιμοποιήσει τα κέρδη που προέρχονταν από την πορνογραφία. Αποφάσισε να επενδύσει στη μουσική βιομηχανία, όχι η πιο σοφή κίνηση, ακόμα και τότε, ιδρύοντας τρεις hot δισκογραφικές εταιρείες της εποχής (GRC, Hotlanta, Aware), φτιάχνοντας, παράλληλα, από το μηδέν, ένα state-of-the-art στούντιο ηχογράφησης (Sound Pit). Όλες οι «παλιοσειρές» και θρύλοι της μουσικής σκηνής της Ατλάντα αναρωτιούνταν ποιος είναι αυτός ο ουρανοκατέβατος, με τους ψίθυρους και τις φήμες να δίνουν και να παίρνουν. Το περιοδικό Billboard θα έγραφε για Μάικλ Θίβις τον Μάιο του 1974: «Είναι μία αναζωογονητική ανάσα ειλικρίνειας». Είχε πληρώσει για 8 ολοσέλιδες διαφημίσεις στο συγκεκριμένο τεύχος.
Δεν κρύφτηκε ποτέ. «Έτρεχε» όλες αυτές τις νέες επιχειρήσεις «υπό το φως της ημέρας», προσθέτουμε σε αυτές και εταιρείες music publishing, booking και management, μέσα από μία πολυτελή σουίτα στην Ατλάντα και διατυμπάνισε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, ότι θα χτίσει ένα νέο ουρανοξύστη 28 ορόφων για να φιλοξενήσει τη μουσική του αυτοκρατορία.
Καμία από τις δισκογραφικές εταιρείες δεν υπήρξε πραγματικά κερδοφόρα, αν και σήμερα μνημονεύονται στο χώρο της soul, funk, R&B, pop & country για το βαθύ ρόστερ καλλιτεχνών (Loleatta Holloway, Sammy Johns, Ripple, John Edwards, Dorothy Norwood) και κάποια υπέροχα singles και άλμπουμ. Αυτό δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα για τον Michael Thevis. Αγόραζε ο ίδιος τις δικές του κυκλοφορίες, ανά χιλιάδες, έγραφαν και έσβηναν οι λογιστές του, το «ιδανικό πλυντήριο» που έφτασε μέχρι τις κορυφαίες θέσεις των μουσικών charts.
Ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, επίσης χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Άξιο αναφοράς είναι το ντεμπούτο φιλμ του Όλιβερ Στόουν, μία ταινία τρόμου του 1974 με τίτλο “Seizure”, στην οποία ο Θίβις ήθελε - και εδώ - να «ξεπλύνει» χρήμα και υπήρξε κρυφός χρηματοδότης.