Ένας άγνωστος ζωγράφος από την Ιταλία του 17ου αιώνα έχει ζωγραφίσει δέκα πίνακες που απεικονίζουν σκηνές της καθημερινότητας και ανθρώπους του μόχθου να φοράνε ενδύματα τζιν.
Δεν μπορείς να βρεις κάτι πιο «αμερικάνικο» από τα παντελόνια τζιν. Ένα από τα απόλυτα σύμβολα της Δύσης και της Αμερικής, μαζί με την Coca Cola, τα τσιγάρα Marlboro, τα γρήγορα αυτοκίνητα και τα McDonald’s, τα τζιν «γεννήθηκαν» στα τέλη του 1800 στις ΗΠΑ μέσα από την ανάγκη για ένα ρούχο ανθεκτικό, καθημερινό και μη επίσημο. Κάτι που θα αντέξει τις κακουχίες της σκληρής δουλειάς στην γεωργία, κτηνοτροφία, στην αχανή και δύσκολη αμερικανική φύση. Τα φόραγαν οι εργάτες των σιδηροδρόμων, οι ραντσέρηδες, οι χρυσοθήρες, οι τυχοδιώκτες και αυτοί που αναζήτησαν την περιπέτεια. Σήμερα, το τζιν (ή μπλου τζιν) φοριέται από όλους τους ανθρώπους, κάθε φύλου, ηλικίας και τάξης.
Η ιστορία θέλει τον Βαυαρό μετανάστη Levi Strauss να φτιάχνει την πρώτη εταιρεία με τζιν το 1853 στο Σαν Φρανσίσκο, την περίφημη και γνωστή ως σήμερα Levi Strauss & Co. (από εκεί και τα Levi’s). Τα μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν επιχείρηση χονδρεμπορίου υφασμάτων στη Νέα Υόρκη. Ο Levi άρχισε να δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση μόλις έφτασε στις ΗΠΑ σε ηλικία 18 ετών μαζί με τη μητέρα και τις δύο αδελφές του. Λίγα χρόνια αργότερα, ταξιδεύει στην άλλη ακτή των ΗΠΑ, στη Δυτική Ακτή, όπου ανοίγει θυγατρική της χονδρικής εταιρείας υφασμάτων, κουμπιών και κλωστών, κατά την περίοδο που όλοι έψαχναν για χρυσό.
Ανάμεσα στα υφάσματα για ένδυση και κλινοσκεπάσματα, εμπορευόταν και αυθεντικό καραβόπανο (δηλαδή ύφασμα τύπου «καμβά») που χρησιμοποιούσαν για αντίσκηνα οι χρυσοθήρες. Γρήγορα κατάλαβε την ανάγκη για τη δημιουργία ανθεκτικών ρούχων για τους εργάτες και χρυσοθήρες, ρούχα που θα άντεχαν κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Έφτιαξε παντελόνια και φόρμες εργασίας από καραβόπανο (π.χ. παντελόνια για χρυσοθήρες και ανθρακωρύχους με μεγάλες τσέπες για αποθήκευση του χρυσού) που έτυχαν μεγάλης αποδοχής, μόνο που σιγά σιγά οι χρυσοθήρες και οι εργάτες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι το υλικό τους προκαλούσε ερεθισμούς. O Levi Strauss αντικατέστησε το καραβόπανο με denim (δίμιτο), το ισχυρό βαμβακερό ύφασμα φτιαγμένο με ύφανση από twill, το οποίο δημιουργεί ένα διαγώνιο μοτίβο νευρώσεων.
To 1873, ο Ρωσο-Αμερικανός ράφτης Jacob Davis, πρότεινε στον Levi Strauss, από τον οποίο προμηθευόταν υφάσματα και συνεργαζόταν για χρόνια, να πατεντάρουν τα παντελόνια, προσθέτοντας, μάλιστα, χάλκινα πριτσίνια στις ραφές και στις γωνίες της τσέπης, για έξτρα αντοχή σε κάθε κακουχία. Από εκεί και έπειτα, άρχισε η μαζική παραγωγή των παντελονιών jean που κατέκτησαν στην αρχή τους εργάτες, γελαδάρηδες και αγρότες. Από τη δεκαετία του ’50, με την κυριαρχία του Elvis Presley, του roc ‘n’ roll, της νεανικής επανάστασης και του James Dean, τα μπλου τζιν κατέκτησαν τον κόσμο.
Μπορεί η ιστορία να γράφει ότι η Levi Strauss & Co. ήταν η πρώτη εταιρεία παραγωγής τζιν ή πιο σωστά η πρώτη εταιρεία μαζικής παραγωγής τζιν, μόνο που για την προέλευσή τους πρέπει να κοιτάξουμε στην Ευρώπη περασμένων αιώνων. Η λέξη denim προέρχεται από το ραβδωτό μάλλινο ύφασμα serge de Nimes και τη γαλλική πόλη Nimes κατά τον 17ο αιώνα. Αργότερα, το de nimes έγινε πιο γνωστό σε όλο τον κόσμο σαν denim. Από την άλλη, η λέξη jeans (τζιν) μας πηγαίνει πίσω στο 1567 και την παραθαλάσσια πόλη Γένοβα (Genoa) και τα ανθεκτικά twill παντελόνια “genoese” ή “genes” που φόραγαν οι ναυτικοί. Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά, τζιν και μπλου τζιν λέμε το παντελόνι και denim λέμε τον τύπο υφάσματος.
Αν και πεποίθηση όλων είναι ότι τα jeans άρχισαν να φοριούνται από τον απλό κόσμο και να γίνονται ευρέως αποδεκτά από τις δεκαετίες του ΄50 και ’60, ενώ νωρίτερα ήταν καθαρά ένδυμα εργασίας, δέκα ζωγραφικοί πίνακες από την Ιταλία των τελών του 17ου αιώνα προσθέτουν νέα ερωτήματα.
Οι πίνακες από τον άγνωστο καλλιτέχνη, γνωστό ως “Master of the Blue Jeans”, που παρουσιάζονται αυτό το διάστημα από την Galerie Canesso σε εκθέσεις στο Παρίσι και στο Μιλάνο, δείχνουν σκηνές της καθημερινότητας με ανθρώπους – σίγουρα όχι της αριστοκρατίας - να φοράνε ενδύματα μπλου τζιν. Στο επίκεντρο οι εντυπωσιακοί πίνακες “Mother Sewing with Two Children” και “Woman Begging with Two Children”, απεικονίζοντας δύο γυναίκες να φοράνε φούστες από denim. Κάποιοι άλλοι, δείχνουν άνδρες και παιδιά της εποχής να φοράνε παντελόνια και πανωφόρια τζιν.
Όλοι αναζητούν την ταυτότητα του άγνωστου καλλιτέχνη, με την εκπρόσωπο της γκαλερί και ιστορικό τέχνης Véronique Damian να υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης σίγουρα πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Λομβαρδία τον 17ο αιώνα, μία περιφέρεια της βόρειας Ιταλίας που βρίσκεται πολύ κοντά με την πόλη Γένοβα. Ίσως αυτοί οι πίνακες είναι η καλύτερη απόδειξη για την προέλευση των πρώτων τζιν και την καθημερινή και διαδεδομένη χρήση τους.