Ένα νέο βιβλίο εξερευνά τους αινιγματικούς τρόπους με τους οποίους θρηνούμε τα χαμένα ζωάκια μας.


O Αμερικανός συγγραφέας και φωτογράφος Paul Koudounaris πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του (11 χρόνια) μελετώντας τα νεκροταφεία ζώων στην Ευρώπη, κάτι που τον οδήγησε στη συγγραφή ολόκληρου βιβλίου γι' αυτά. Το βιβλίο που εκδόθηκε τον περασμένο μήνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, διερευνά τις ποικίλες πολιτιστικές πρακτικές και αντιλήψεις σχετικά με τον θάνατο των ζώων και το θρήνο.

Δείχνοντας στις σελίδες του εικόνες από ταφόπλακες με ζωγραφισμένα στο χέρι πορτρέτα μέχρι μεγαλοπρεπή αγάλματα σε φυσικό μέγεθος και ιστορικά μαυσωλεία, το βιβλίο αποτίνει φόρο τιμής στον μοναδικό δεσμό μας με τα ζώα και πώς αυτός μπορεί να εκφραστεί με διασκεδαστικούς αλλά και στενάχωρους τρόπους. 

«Όταν πεθαίνει ένα κατοικίδιο, είναι μια διαφορετική εμπειρία από όταν πεθαίνει μια ανθρώπινη σχέση», λέει ο συγγραφέας. «Γίνεται ένα είδος κατοπτρικής εικόνας του εαυτού μας με τρόπο που μια ανθρώπινη σχέση δεν το κάνει ποτέ πραγματικά. Όταν πεθαίνει το κατοικίδιό σου είναι σαν να πέθανε ένα κομμάτι σου που δεν θα το κερδίσεις πίσω ποτέ».

Το πρώτο αστικό νεκροταφείο κατοικίδιων ζώων ιδρύθηκε το 1881 στο Χάιντ Παρκ του Λονδίνου, μετά τον θάνατο ενός (σύμφωνα με πληροφορίες πολύ γλυκού) μικρού μαλτέζικου σκύλου ονόματι Τσέρι. Η οικογένειά του διατηρούσε φιλικές σχέσεις με έναν τοπικό θυρωρό ονόματι κύριο Γουίνμπριτζ, ο οποίος συμφώνησε να τους αφήσει να θάψουν το σκυλάκι εκεί. 

Γρήγορα η είδηση ​​κυκλοφόρησε και ξαφνικά ο κύριος Γουίνμπριτζ δέχτηκε πολλά αιτήματα για ταφή κατοικίδιων. Λόγω της γενναιοδωρίας του, είχε δώσει εν αγνοία του μια πολύ αναγκαία λύση στα ολοένα και πιο απελπισμένα διλήμματα των ανθρώπων σχετικά με την απόρριψη των πτωμάτων των κατοικίδιων ζώων.

Αν και είναι αδιανόητο τώρα, στη βικτωριανή εποχή, οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων κατέληγαν να πετάνε τα νεκρά ζώα τους σε ποτάμια ή κάδους. Οι μόνες εναλλακτικές λύσεις ήταν η ταρίχευση (ακριβή και περίεργη για πολλούς) ή μια φρικιαστικά άκαρδη διαδικασία γνωστή ως θρυμματισμός, όπου τα ζώα ρίχνονταν σε χημικά και μετατρέπονταν σε απόβλητα.

Το πιο διάσημο, ωστόσο νεκροταφείο ζώων, είναι το Cimetière des Chiens et Autres Animaux Domestiques. Είναι ένα εντυπωσιακό αρτ νουβό νεκροταφείο που άνοιξε στο Παρίσι το 1899, ως ένας τρόπος για να σταματήσουν οι Παριζιάνοι να πετούν τα νεκρά ζώα τους στον Σηκουάνα και να αντιληφθούν τα ζώα ως πλάσματα που αξίζουν δικαιώματα.

Η δημιουργία νεκροταφείων ζώων ήταν μια μεγάλη τομή στην ιστορία καθώς μέχρι τότε οι ταφές θεωρούνταν πολύ ιερές και η αποτέφρωση δεν ήταν βιώσιμη επιλογή για κανέναν μέχρι τα τέλη του 1800. Το γεγονός αυτό στερούσε στους ιδιοκτήτες κατοικίδιων τη δυνατότητα να τιμήσουν με σεβασμό τη σχέση τους με τα ζωάκια τους αλλά τους υποχρέωνε να συμβιβαστούν με τη συναισθηματική τους καταστροφή. Ο θρήνος για το θάνατο ενός κατοικίδιου ζώου ήταν ταμπού και πολλές φορές θεωρούνταν ντροπιαστικός. Ενώ η θλίψη για τα κατοικίδια είναι πολύ καλύτερα αναγνωρισμένη και κατανοητή σήμερα, ένα κοινωνικό στίγμα εξακολουθεί να υπάρχει και μια υποτίμηση σε σύγκριση με τον ανθρώπινο θάνατο. 

Παρά το όνομά τους, τα νεκροταφεία κατοικίδιων είναι απίστευτα ανθρώπινοι χώροι όπου βλέπουμε τους άλλους σε μια στιγμή αυθεντικής ευαλωτότητας και αυτοέκφρασης. Είναι μια αφοσίωση σε εκείνους που ήταν αφοσιωμένοι στους ανθρώπους και διαποτίζονται από την παρηγορητική αύρα όλων των μεγαλεπήβολων ιστοριών αγάπης μεταξύ των πλασμάτων της φύσης. Είναι μια υπενθύμιση ότι οι δυνατές ιστορίες αγάπης ζουν μέσα από εμάς, διαμορφώνοντας εμάς και τους κόσμους μας.