Ένα κινηματογραφικό δώρο από καρδιάς. Καλώς ήλθατε στο 1980.
Μπορεί και καταφέρνει με ένα ρημαδοτρόπο ο Richard Linklater και κάνει τις ζωές μας ταινία. Ακόμα και αν ελάχιστα κοινά βιώματα (ως προς την εποχή και την κουλτούρα) με τους ήρωες του Everybody Wants Some!! την νέα του ταινία δηλαδή, η οποία θεωρείται πνευματικός απόγονος (και όχι sequel) του αλησμόνητου Dazed and Confused (1993). Θεωρώ ότι το Everybody Wants Some!! έχει λιγότερα κοινά με εκείνη την κλασική stoner-δραμεντί που χαρτογραφούσε με τρυφερότητα μια αξέχαστη «ολονυχτία» σχολικής αποφοίτησης και περισσότερα με τον χειροποίητο animated φιλοσοφικό διαλογισμό του Waking Life (2001). Η νέα ταινία ενός από τους συνεπέστερους και πιο συναρπαστικούς ανεξάρτητους κινηματογραφιστές της γενιάς του Sundance, είναι στην ουσία της μια σπουδή πάνω στη μνήμη, μια γλαφυρή αναπαράσταση αναμνήσεων και ταυτόχρονα ένα γλυκόπικρο love letter στην γενιά βρέθηκε έχοντας στα χέρια της μεγαλύτερη πολιτισμική κληρονομιά απ’ όση μπορούσε να διαχειριστεί (την ζορισμένη δεκαετία του 70 μέσα σε χιλιάδες ρεύματα και τάσεις, η ιστορία δούλευε υπερωρίες) και βρισκόταν εν αγνοία της στην αυγή της πιο άχαρης και ανταγωνιστικής εποχής, στα 80’s.
Το Everybody Wants Some!! δανείζεται ξανά τον τίτλο του από την rock μυθολογία - από ένα τραγούδι των Van Hallen (ενώ ο πνευματικός προκάτοχος δανείστηκε τον τίτλο τραγουδιού των Led Zeppelin). Αυτή τη φορά, ο χρόνος μετράει τρία εικοσιτετράωρα πριν το ξεκίνημα της εβδομάδας και από την έναρξη της ακαδημαϊκής χρονιάς. Δεν υπάρχει πλοκή φυσικά, υπάρχει μια αφήγηση όμως. Το σενάριο δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά διαθέτει σπάνιο εσωτερικό ρυθμό που σε αγκιστρώνει. Ο Linklater κινηματογραφεί βιωματικά και σε «εμπλέκει» στο κάδρο. Τον ενδιαφέρει να νιώσεις το «μαζί». Το πετυχαίνει με τον πιο ανέλπιστα γοητευτικό τρόπο επιτυγχάνοντας την πιο χαζευτική, αληθινή, πετυχημένη και λειτουργική ανασύσταση εποχής που έχουμε δει στο σινεμά τα τελευταίες δεκαετίες – χωρίς υπερβολή. Ο Σεπτέμβρης του 1980 ξεπηδάει γάργαρος, ζωντανός και ιδρωμένος από την οθόνη, χωρίς ίχνος επιτήδευσης και με απόλυτο νατουραλισμό σε χρωματισμούς, σε ιδιοσυγκρασία και σε έκφραση. Σαν ένα ψηφιακά αναπαλαιωμένο ντοκουμέντο που έμεινε σε κάποιο ντουλάπι και αναπαλαιώθηκε σε digital κόπιες.
Ο Linklater μετά τον καλλιτεχνικό θρίαμβο του αριστουργηματικού Boyhood (2014) επιστρέφει με μια από τις πιο διακριτικές και βιωματικές ταινίες που έχει υπογράψει ποτέ. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται μια παρέα από κολεγιόπαιδα αλλά η διεισδυτική ματιά του μας παίρνει από το χέρι και πάει την αφήγηση πιο βαθιά. Οι ήρωες δεν είναι τα στερεότυπα ενός Breakfast Club (ο γκόμενος, η bimbo, ο σπασίκλας και η συνεσταλμένη). Οι χαρακτήρες είναι σάρκινοι και ο σκηνοθέτης τους κρατάει εντός κάδρου. Από τον άτυπο πρωταγωνιστή Jake Bradford (Blake Jenner), τον αθώο Billy Autrey (Will Brittain) τον μυστακοφόρο weirdo Jay Niles (Juston Street) τον μαστουρωμένο Willough (Wyatt Russell) και των ώριμο σε ηλικία Glenn (Tyler Hoechlin). Ο φιλοσοφημένος ηδονιστής Finnegan (Glen Powell) όμως είναι η αληθινή αποκάλυψη.
Πέρα από την αποδεδειγμένη από την εποχή του Slacker (1991) δεινότητα του Linklater στο διάλογο, το κερδισμένο στοίχημα έρχεται από τις πλουμιστές και ευφάνταστες επιλογές στο soundtrack. Από τους Van Halen και τους Blondie με το “Heart of Glass”, στους Cars, τους Cheap Trick, στο “Pop Muzik” των M και στο “My Sharona” των Knack. Ανάμεσα σε ξεσαλωμένα πάρτι και νυχτερινά club, την disco και το punk να μεσουρανούν, το hip hop να γεννιέται και το new wave να έρχεται σαρωτικό, όλα με διάκοσμο την country καρδιά του νότιου Τέξας. Η πραγματικά αριστουργηματική σκηνή ανθολογίας έρχεται η ομήγυρη, τραγουδάει σύσσωμη το Rapper’s Delight των Sugarhill Gang. Μια σαγηνευτική σκηνή, παιχνιδιάρικης βιρτουοζιτέ σε μια σκηνή που παγώνει ο χρόνος και όλα είναι εφικτά και ευοίωνα. Μια σκηνή που σε κάνει να σκας από τη ζήλια που δεν βρίσκεσαι στο αμάξι αλλά η ανεμελιά και το coolness ποτίζουν τις αισθήσεις. Εκεί όμως που πραγματικά η ταινία κερδίζει το στοίχημα, είναι το ότι κάνει τόσο γοητευτικό το αντρικό male bonding, που αποθεώνει το buddy bullshit, το ατέρμονο κυνήγι της γκόμενας και κάνει θελκτική την ιδέα των αγοριών που πάνε να παρατάρουν για να τα ισοπεδώσουν όλα με το drive τους, για να διατηρήσουν τη βαθιά ποτισμένη με μπίρα, παράδοση.
Η εμμονή με την έννοια του περάσματος του χρόνου εξακολουθεί να βγάζει τον καλύτερο δημιουργικό εαυτό του Linklater. Όμως οι ταινίες του είναι προορισμένες να βλέπονται για πάντα. Χρειάστηκαν δυο χρονικές αποστάσεις 9 ετών για να ολοκληρωθεί η τριλογία (Before Sunrise, Before Sunset, Before Midnight), χρειάστηκαν 12 χρόνια για να καταγραφεί ρεαλιστικά το πέρασμα το χρόνου στην ενηλικίωση του Boyhood. Χρειάστηκαν 23 χρόνια για να κλείσουν οι παρτίδες με το Dazed & Confused. Ο χαρακτήρας του Matthew McConaughey σε εκείνη την ταινία είχε κάνει για τα κορίτσια το αξέχαστο σχόλιο : "I get older, they stay the same age". Αυτό ακριβώς μοιάζει ταιριαστό για να περιγράψει τη μεγαλύτερη επιτυχία των ταινιών του Linklater. Θα μας βρίσκουν 12 ή 23 χρόνια μετά και θα ξαναζούμε δίπλα στους αγέραστους ήρωες, θα τους ζηλεύουμε και θα τους απεχθανόμαστε από την αρχή και θα μοιραζόμαστε κοινές μνήμες. Αυτή είναι άλλωστε και η δύναμη του «προσωπικού σινεμά».
{youtube}ky3vqdL3TJw{/youtube}