Το 32% των νέων ηλικίας 15-34 ετών με πανεπιστημιακή εκπαίδευση εργάζεται σε θέσεις χαμηλότερων προσόντων και δεξιοτήτων - Σε ποιους κλάδους βρίσκονται οι περισσότεροι απόφοιτοι των ΑΕΙ
Πίσω από το όνειρο των νέων ανθρώπων να σπουδάσουν και να μπορούν να εργάζονται αξιοπρεπώς, κρύβεται η αμείλικτη ελληνική εργασιακή πραγματικότητα που «τρώει» τα παιδιά της.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, στη χώρα μας πάνω από το 32% των ατόμων ηλικίας 15 έως 34 ετών που είναι απόφοιτοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά την αναντιστοιχία μορφωτικού επιπέδου – δεξιοτήτων και θέσης εργασίας των εργαζομένων.
Ο τομέας στον οποίο εντοπίζεται ο μεγαλύτερος αυτός δείκτης της κάθετης αναντιστοιχίας, όπως ονομάζεται, είναι το χονδρικό και το λιανικό λιανεμπόριο, δεδομένου ότι σε αυτόν τον κλάδο βρίσκεις ευκολότερα μια θέση εργασίας στην Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, 1 στους 3 εργαζόμενους της ίδιας ηλικιακής ομάδας εργάζεται σε εντελώς διαφορετικό κλάδο από αυτόν που σπούδασε (οριζόντια αναντιστοιχία) με τον μεγάλο χαμένο για την Ελλάδα να είναι ο πρωτογενής τομέας (δασολογία, αλιευτική, κτηνοτροφία κτλ.). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη χαμηλή απόδοση παραγωγής σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου καθώς η πρωτογενής παραγωγή συρρικνώνεται και η χώρα μας θα είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση.
Ανησυχητικά ευρήματα
Η έκθεση με τίτλο «Οι τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ-28, Μέρος Β’, 2019-2020» παρουσιάστηκε το πρωί της Τρίτης στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης στο πλαίσιο της ειδικής εκδήλωσης «Εκπαίδευση και απασχόληση: Μεγέθη, τάσεις και εξελίξεις».
Η έρευνα έρχεται να συνθέσει τη μεγάλη εικόνα και να τεκμηριώσει αυτό που είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες: Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού της μοντέλου.
Η πρωτογενής παραγωγή συρρικνώνεται, η παρωχημένη επιχειρηματικότητα αρνείται να επενδύσει στην έρευνα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πανευρωπαϊκά από τη χαμηλότερη συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, οι νέοι απασχολούνται σε κακοπληρωμένες εργασίες αναντίστοιχες των προσόντων και του μορφωτικού τους επιπέδου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση:
- Τα 2/3 των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) είναι έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών και υψηλών ρίσκων (στον πρωτογενή κυρίως τομέα) και μόνο το 1/3 είναι έντασης γνώσης.
- Το 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η εν λόγω παθογένεια όχι μόνο απαξιώνει τα προσόντα και τις δεξιότητες του εγχώριου εργατικού δυναμικού αλλά συμβάλλει με τον τρόπο της και στην επίταση του φαινομένου της μετανάστευσης των υπερ-εκπαιδευομένων στο εξωτερικό.
- Η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά το «δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)», εύρημα που καταδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα κουλτούρας –από πλευράς επιχειρήσεων– στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του.
- Στους 15 πιο δυναμικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται κάποιος από τους κλάδους της κατηγορίας «Έρευνα και Ανάπτυξη» (Research and Development), καθώς και ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να κατατάσσεται και πάλι στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ-28 στον σχετικό δείκτη (Δείκτης ψηφιακής έντασης - DII) τόσο ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων (27η θέση) όσο και ως προς τη διαβάθμισή τους σε μικρές (28η θέση), μεσαίες (21η θέση) ή μεγάλες (26η θέση)
- Στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία). Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται παράλληλα ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα.
Όπως στην Ευρώπη…αλλά ανάποδα
Η έλλειψη υψηλού μορφωτικού επιπέδου στην Ευρώπη αφήνει εκτός εργασίας χιλιάδες νέους ανθρώπους που τους αναγκάζει να είναι δέσμιοι των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Κυρίως τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιείται μάλιστα ο όρος NEET για να περιγράψει την κατηγορία των νέων που βρίσκεται ταυτόχρονα εκτός εκπαίδευσης, εκτός κατάρτισης και εκτός εργασίας.
Όπως επισήμαινε ο ερευνητής και επιστημονικός Σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, Νίκος Παϊζης, 1 στα 5 άτομα ηλικίας 15-34 ετών στην Ελλάδα εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, με τη χώρα μας να καταλαμβάνει τη 2η υψηλότερη θέση στην ΕΕ με ποσοστό 20,7%. Το 60% αφορά γυναίκες. Τι μορφωτικό επίπεδο έχουν; Το μεγαλύτερο ποσοστό είναι απόφοιτοι ΑΕΙ (23,2%), ακολουθούν οι απόφοιτοι Λυκείου-ΙΕΚ (22,3%) και έπονται οι απόφοιτοι Γυμνασίου (14,8%).
Τι συμβαίνει στην ΕΕ; Ακριβώς το αντίθετο. Το μεγαλύτερο ποσοστό της το έχει στους απόφοιτους του Γυμνασίου, το μεσαίο στους απόφοιτους του Λυκείου και το μικρότερο ποσοστό στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα, οι νέοι και τα πτυχία τιμωρούνται για δεύτερη φορά...
Σε ποιους κλάδους βρίσκονται οι περισσότεροι απόφοιτοι των ΑΕΙ
Σε ποιους κλάδους βρίσκονται οι περισσότεροι απόφοιτοι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης; Μα στην εκπαίδευση, δεδομένου ότι η ελληνική εκπαίδευση απαιτεί πτυχίο.
Ειδικότερα, το 68,4% των αποφοίτων ΑΕΙ εργάζεται στον τομέα της εκπαίδευσης, ενώ ακολουθούν με ποσοστό 63,2% οι απόφοιτοι στους τομείς της ενημέρωσης και οι επικοινωνίες, καθώς και τα επαγγέλματα επιστημονικής δραστηριότητας (δικηγόροι, γιατροί, αρχιτέκτονες) με ποσοστό 61,6%.
Παρά το γεγονός ότι ο τομέας της παροχής καταλυμάτων και εστίασης θεωρείται το «βαρύ πυροβολικό» της Ελλάδας, οι εργαζόμενοι στον τομέα αυτό συγκεντρώνουν τη χαμηλότερη εκπαίδευση με ποσοστό 14,3%.
Μεταβιβάζεται το μορφωτικό επίπεδο των γονέων;
Δυστυχώς, η φτώχεια περνά από γενιά σε γενιά. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο ερευνητής Νίκος Παϊζης υπογραμμίζοντας πως το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων είναι καθαρά θέμα ταξικό. «Χαμηλά λεφτά σημαίνει χαμηλό κοινωνικό γόητρο, σημαίνει τελικά και χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Και αυτό μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Όπως αναφέρει και η έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, μια ενδιαφέρουσα στοχευμένη μελέτη (ad-hoc study) που διενεργείται ανά οκταετία στο πλαίσιο της ευρύτερης μελέτης της Eurostat σχετικά με το εισόδημα και της συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών (Statistics on Income and Living Conditions – EU-SILC) αφορά στη διαγενεακή μεταβίβαση των μειονεκτημάτων (Intergenerational transmission of disadvantages).
Με το συγκεκριμένο όρο αποδίδεται η μεταφορά μεταξύ των γενεών ατομικών ικανοτήτων, χαρακτηριστικών, συμπεριφορών και επιτευγμάτων από τους γονείς στα παιδιά τους. Πολλές οικονομικές μελέτες επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στη διαγενεακή μεταβίβαση του μορφωτικού επιπέδου, του εισοδήματος των συνολικών αποδοχών, του πλούτου, της απόφασης για γονιμότητα κ.α.
Από τη συγκεκριμένη μελέτη αποτυπώνονται δύο βασικοί δείκτες διαγενεακής μεταβίβασης, του μορφωτικού επιπέδου του ερωτώμενου και των γονέων του, και το επίπεδο διαβίωσης στην οικογένεια όταν ο ερωτώμενος ήταν 14 ετών. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας κάθε μέλος του νοικοκυριού ηλικίας 25 έως 59 ετών ερωτήθηκε σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση όταν ήταν ηλικίας 14 ετών.
Όπως σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης «η ζωή των ενηλίκων μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά από τη ζωή τους κατά την παιδική τους ηλικία. Πιο συγκεκριμένα, η κοινωνικο-οικονομική και οικονομική κατάσταση των σημερινών ενηλίκων κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, μπορεί να τους οδηγήσει σε ένα χαμηλό επίπεδο διαβίωσης στην ενηλικίωση τους».
Με άλλο λόγια ««το μορφωτικό επίπεδο των γονέων έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μορφωτικό επίπεδο των παιδιών τους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι γονείς μευψηλό μορφωτικό επίπεδο διαθέτουν περισσότερους οικονομικούς πόρους για να επενδύσουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους, σε σύγκριση με τους γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Επιπλέον, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο μπορεί να έχουν σαφέστερη εικόνα για τα οφέλη της εκπαίδευσης και επομένως να ενθαρρύνουν και να υποστηρίζουν τους απογόνους τους (παιδιά, εγγόνια) για να επιτύχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης».
Δείτε παρακάτω:
▪ Η παρουσίαση (ppt) της Ετήσιας Έκθεσης για την Εκπαίδευση 2019-2020 (Μέρος Β΄)
▪ Ο πλήρης τόμος (pdf) της Ετήσιας Έκθεσης για την Εκπαίδευση 2019-2020 (Μέρος Β΄)