Ακόμα τρία ιδρύματα, το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Γεωπονικό με ανακοινώσεις των Συγκλήτων τους απορρίπτουν σημεία η ολόκληρο το νομοσχέδιο Κεραμέως.
Απανωτά είναι πλέον τα «αδειάσματα» που δέχεται η κ.Κεραμέως για το υπό διαβούλευση νομοσχέδιό της για τα ΑΕΙ, εν αναμονή λήξης της διαβούλευσης στις; 19 Ιουνίου.
Καθημερινά, Σύγκλητοι ιδρυμάτων όπως έγινε ήδη στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Πολυτεχνείο Κρήτης, αλλά και σύλλογοι διδασκόντων και διοικητικοί υπάλληλοι από πολλά ιδρύματα εκδίδουν ανακοινώσεις ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Χτες, ακόμα τρία ιδρύματα, το Πολυτεχνείο της Αθήνας, το Παντειο πανεπιστήμιο και το Γεωπονικό πρόσθεσαν με ανακοινώσεις των Συγκλήτων τους, τη φωνή τους με τα υοπόλοιπα, εστιάζοντας ιδίως στο θέμα της επιλογής Πρυτανη από τα Συμβούλια Διοίκησης, που κατα το ΕΜΠ «φαλκιδεύει» το θεσμό. Το Πάντειο μαλιστα τονίζει ότι το νομοσχέδιο « απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του». Οι ανακοινώσεις των Συγκλήτων:
Η ανακοίνωση του Ε.Μ.Πολυτεχνείου
Το Σχέδιο Νόμου του ΥΠΑΙΘ με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» ανταποκρίνεται μερικώς, με επί μέρους εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις, στις προσδοκίες για βελτίωση της λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Η υλοποίηση πολλών εκ των θετικών αλλαγών, κυρίως αυτών που αφορούν στην κινητικότητα και την ευελιξία στις επιλογές των φοιτητών σε σχέση με το πρόγραμμα των σπουδών τους, χρειάζεται πρόσθετα φίλτρα και παραμετροποιήσεις αλλά κυρίως απαιτεί πόρους, ανθρώπινους και άλλους, οι οποίοι είναι ωστόσο πολύ περιορισμένοι λόγω της παρατεταμένης υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Και επιπλέον, μείζονα προβλήματα των Πανεπιστημίων, όπως είναι η υποστελέχωση και η ανεπαρκής αναπλήρωση των μελών ΔΕΠ που αφυπηρετούν, δεν επιλύονται αλλά αντιμετωπίζονται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Ο φιλόδοξος στόχος του καθορισμού ενιαίου πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Α.Ε.Ι. για ενίσχυση της ποιότητας, της αριστείας, της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, δεν θα μπορέσει να εφαρμοσθεί επειδή το σχέδιο νόμου έχει αναλωθεί σε πληθωρικές, αναλυτικές και επικαλυπτόμενες εξειδικεύσεις που δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση του ικανού και αναγκαίου μεταρρυθμιστικού περιβάλλοντος για τη επιτυχή υλοποίησή του.
Στο θεσπιζόμενο μοντέλο διοίκησης, το Συμβούλιο είναι μια υπερ-εκτελεστική θεσμική οντότητα, με υπέρογκη ύλη ενασχόλησης, σε βάρος του ρόλου χάραξης στρατηγικής ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Σε συνδυασμό με αυτό, η συμμετοχή μεγάλου αριθμού εξωτερικών συμβούλων, που δεν μπορεί να έχουν ζωντανό ενδιαφέρον για τα άμεσα προβλήματα του κάθε Α.Ε.Ι., αποσπά την κεφαλή από το σώμα προσφέροντας έδαφος για αναποτελεσματικές διαχειριστικές επιλογές και ατελέσφορη διοίκηση. Η κλιμάκωση των κανονιστικών διατάξεων για κάθε διοικητική, ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική διαδικασία, με επίκληση αντικειμενικά εκφρασμένων κριτηρίων, δεν απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του Πανεπιστημίου, αντίθετα τις εγκλωβίζει σε ένα συγκεντρωτικό, δυσλειτουργικό και γραφειοκρατικό κυκεώνα. Η φυσιογνωμία του Συμβουλίου ελάχιστα αναδεικνύει τον ρόλο θεσμικού αντίβαρου.
Η ισχύς και το κύρος του Πρύτανη, τα οποία είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων των πανεπιστημίων, αντλούνται σήμερα από την ισχυρή εντολή του εκλογικού σώματος. Στο σχέδιο νόμου, η εκλογή του Πρύτανη από τη βάση είναι φαλκιδευμένη: δεν αποτελεί δηλαδή ανόθευτη έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας γιατί αυτή δεν εκλέγει Πρύτανη, αλλά μέλη στο Συμβούλιο που θα επιλέξουν έμμεσα τον Πρύτανη με δευτερογενή αφετηρία υποψηφίων. Επιπλέον, ο Πρύτανης αναλαμβάνει πολλά εκτελεστικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα να προκύπτει αντίφαση: ο ελεγχόμενος και λογοδοτών -- ως ασκών την εκτελεστική εξουσία – Πρύτανης, προεδρεύει του οργάνου που, μεταξύ άλλων, τον ελέγχει. Και πέρα από όλα αυτά, η Σύγκλητος περιθωριοποιείται, οι αντιπρυτάνεις υποβαθμίζονται και οι κοσμήτορες ορίζονται αντί να εκλέγονται.
Χωρίς αμφιβολία, η κάθετη και λεπτομερής διασύνδεση πολλών και επάλληλων διαδικασιών θα αδρανοποιήσει μεγάλο μέρος των λειτουργικών μηχανισμών των Α.Ε.Ι. και για μεγάλο χρονικό διάστημα επιβάλλοντας διαδοχικές τροποποιήσεις και ακυρώσεις διατάξεων του νέου θεσμικού πλαισίου. Η προγραμματική απλούστευση των διαδικασιών και η ενίσχυση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα των Α.Ε.Ι. αναδεικνύονται σε απλά ρητορικά σχήματα αφού παραμένει το περιοριστικό πλαίσιο και πολλά από τα άρθρα του νόμου παραπέμπουν τελικά στην Κεντρική Διοίκηση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διατήρηση του ασφυκτικού πλαισίου για την Έρευνα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και με κύριο στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. με ένα εκσυγχρονιστικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας που θα επιτρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο να κινηθεί με όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του σε Νέους Ορίζοντες, η Σύγκλητος του ΕΜΠ κρίνει ότι είναι αναγκαία η συνολική και ταυτόχρονα αναλυτική επεξεργασία του σχεδίου νόμου κατά κεφάλαιο, με ενεργό συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας στην οποία απευθύνεται, διαδικασία που κάθε άλλο παρά διευκολύνεται με τον προτεινόμενο χρόνο διαβούλευσης.
Η ανακοίνωση του Παντείου
Η Σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου διαπιστώνει ότι το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που τέθηκε προς διαβούλευση απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του. Απουσιάζουν το όραμα για το Πανεπιστήμιο και η εμπιστοσύνη στα μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας συνολικά. Η Σύγκλητος εκτιμά ότι ακόμη κι αν υπάρχουν ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με στόχο την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, η υλοποίησή τους απαιτεί επαρκείς πόρους (ανθρώπινους και υλικούς), που δεν προβλέπονται από το νομοσχέδιο. Η Σύγκλητος διαπιστώνει με ανησυχία ότι η διδασκαλία σε μεταπτυχιακό επίπεδο δεν συνυπολογίζεται στις διδακτικές υποχρεώσεις των μελών ΔΕΠ και η πλήρης κατάργηση κρατικής χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών σπουδών οδηγεί στην υποχρεωτική επιβολή διδάκτρων. Το νομοσχέδιο δημιουργεί ρευστότητα στη συνολική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και τους διοικητικούς υπαλλήλους καθώς και διαφορετικά πτυχία που υπονομεύουν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους. Το νομοσχέδιο περιγράφει ένα Πανεπιστήμιο κλειστό και αφιλόξενο για τους/τις νέους/νέες επιστήμονες.
Η Σύγκλητος θεωρεί θεμελιώδες πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα Διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον/την Πρύτανι, περιθωριοποιεί τους Αντιπρυτάνεις και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο δεν έχει νομιμοποιηθεί στο σύνολό του από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Σύγκλητος, η οποία αποτελεί σήμερα το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, υποβαθμίζεται. Αντίθετα, κρίσιμες αποφάσεις ακόμη και ακαδημαϊκού περιεχομένου, όπως τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων και, η συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων, θα λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα έχουν καμία σχέση ούτε γνώση του ακαδημαϊκού χώρου. Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων διοίκησης από την πανεπιστημιακή κοινότητα ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες, διαπλοκή και πελατειακές εξαρτήσεις. Απουσιάζουν επίσης τα θεσμικά αντίβαρα και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να υπάρχει λογοδοσία της διοίκησης. Η Σύγκλητος θεωρεί ότι ένα νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που προβλέπει ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας των πανεπιστημίων, προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο με τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και συναίνεση τουλάχιστον στις βασικές αρχές του. Ζητεί συνεπώς την άμεση απόσυρση του παρόντος νομοσχεδίου.
Η ανακοίνωση του Γεωπονικού
Η Σύγκλητος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών στη συνεδρία 595/9-6-22 θεωρεί ότι το νέο νομοσχέδιο, ένα νομοσχέδιο 400 σελίδων και 345 άρθρων, είναι υπερρυθμιστικό και αντί να οδηγεί σε μεταρρύθμιση, δημιουργεί ένα ασφυκτικό καθεστώς λειτουργίας στα Πανεπιστήμια.
Παρά την κοινή επιθυμία και διαχρονική προσπάθεια της ακαδημαϊκής κοινότητας για τη βελτίωση της ποιότητας σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ, η Σύγκλητος διαπιστώνει σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργιών στο παρόν νομοσχέδιο που υπονομεύουν την εφαρμογή ακόμη και καλών προβλέψεων και τα οποία αδικούν τα θετικά σημεία του νομοσχεδίου, ειδικά αυτά τα οποία αφορούν την ενίσχυση της εξωστρέφειας, της διεπιστημονικότητας των σπουδών και της κινητικότητας των φοιτητών, καθώς και το καθεστώς λειτουργίας των Εταιρειών Αξιοποίησης και Διαχείρισης Περιουσίας. Ωστόσο και για τις θετικές αυτές πτυχές δεν υπάρχει πρόβλεψη για την εφαρμογή τους, ειδικά όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των απαραίτητων πόρων και τη δέσμευσή της Πολιτείας ως προς τη εξασφάλιση αυτών, ενώ δεν διασφαλίζεται η θετική επίπτωση στους φοιτητές και αποφοίτους.
Το Νομοσχέδιο καταργεί στην πράξη το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων μέσω της πρόβλεψης του άρθρου 21 σύμφωνα με την οποία η ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου. Ιδιαίτερα εκφράζεται ο προβληματισμός για την πρόβλεψη της μη δυνατότητας μονιμοποίησης των Επίκουρων Καθηγητών. Παράλληλα, υποβαθμίζεται η εκπαιδευτική αποστολή των ΑΕΙ μέσω της αφαίρεσης της υποχρέωσης διδασκαλίας σε ΠΜΣ από τις κατ’ ελάχιστον διδακτικές απαιτήσεις των διδασκόντων. Επίσης, δημιουργούνται ελαστικές συνθήκες εργασίας για το προσωπικό, ιδιαίτερα τους συμβασιούχους των ΕΛΚΕ.
Αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον Πρύτανη, υποβαθμίζει τον ρόλο των Αντιπρυτάνεων και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης. Η Σύγκλητος, η οποία αποτελεί σήμερα το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, υποβαθμίζεται. Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση από την πανεπιστημιακή κοινότητα των οργάνων διοίκησης ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες και διαπλοκή.
Η Σύγκλητος του ΓΠΑ ζητά την απόσυρση συνολικά του νομοσχεδίου, την άμεση εφαρμογή του ν. 4692/20 για άμεση εκλογή Πρυτανικών Αρχών και Κοσμητόρων και διεύρυνση της βάσης του εκλογικού σώματος. Τα θετικά σημεία τα οποία προαναφέρθηκαν μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα μελλοντικό νομοσχέδιο με πιθανή πρόβλεψη ενός Συμβουλίου Στρατηγικού Σχεδιασμού, με εσωτερικά και εξωτερικά μέλη εκλεγμένα από την Σύγκλητο, το οποίο θα επικουρεί τις Πρυτανικές Αρχές στη διαμόρφωση του αναπτυξιακού πλάνου του Ιδρύματος με αρμοδιότητες ευθύνης στην δημιουργία και θεμελίωση συνεργασιών με την ευρύτερη κοινωνία και των παραγωγικών και άλλων φορέων και θεσμών στην Ελλάδα και διεθνώς.