Νεκρολογίες και δάκρυα στα social media..
Τα social media αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο θρηνούμε την απώλεια ενός προσώπου από την ευρύτερη σφαίρα της δημόσιας ζωής-έναν αγαπημένο ηθοποιό ή ένα μουσικό ίνδαλμα. Το “R.I.P.” στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φέρνει τον θάνατο στο προσκήνιο και διευρύνει την αντίληψη για το ποιος μπορεί να συμμετέχει στον θρήνο, όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή.
Η απώλεια του David Bowie, στην αρχή της χρονιάς, οδήγησε σε ένα συλλογικό πένθος που όντως άρμοζε στην τεράστια καλλιτεχνική επιρροή του. Μήπως, ωστόσο, η ένταση της θλίψης, όπως εκφράστηκε στα social media, αποκάλυψε και μια νέα τάση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον θάνατο μιας διασημότητας; Τα ελληνικά ειδησεογραφικά δελτία, πάντως, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση, σημείωσαν 27 νεκρολογίες εγχώριων και διεθνών διασημοτήτων-κυρίως από το φάσμα της μουσικής- το πρώτο τρίμηνο του 2016, παραπάνω από τις μισές του προηγούμενου έτους. Όσο για τις αναφορές στο facebook και το twitter, είναι αμέτρητες! Ένα πρόσφατο δημοσίευμα του BBC αποδίδει τον χαρακτηρισμό «η χρονιά του Χάρου» στην ηλικία, επικαλούμενο επιστημονικές μελέτες που θέλουν τους αστέρες της ροκ και της ποπ να πληρώνουν με τη ζωή τους τα χρόνια των καταχρήσεων. Από την άλλη, είμαστε εμείς, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η αντίδρασή μας στην απώλειά τους.
Συγκεκριμένα, οι ψυχολόγοι έχουν κάνει απόπειρες να εξερευνήσουν και να κατανοήσουν το συγκεκριμένο φαινόμενο, γιατί δηλαδή επηρεαζόμαστε τόσο βαθιά όταν χάνει τη ζωή του ένα διάσημο πρόσωπο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι αντιδράσεις μας αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο δομούνται οι σχέσεις μας με τα social media. Μετά την ανακοίνωση του θανάτου, οι χρήστες εκφράζουν μαζικά τη λύπη τους και τη συμπαράστασή τους, δημοσιεύουν στους προσωπικούς λογαριασμούς τους τη θλιβερή είδηση με τη συνοδεία αποσπασμάτων από ταινίες, τραγουδιών και φωτογραφιών, παρά το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα κανένας εξ αυτών δεν διατηρούσε προσωπική επαφή με τον εκλιπόντα.
Σύμφωνα με την ψυχολογία, είναι σύνηθες να δημιουργούμε δεσμούς με ανθρώπους που προβάλλονται στα Μέσα, κατά τρόπο όμοιο με αυτό που μας συνδέει με τον κοινωνικό μας περίγυρο. Το φαινόμενο της «παρακοινωνικής επίδρασης», δηλαδή της μονόπλευρης σχέσης που παρατηρείται κατ’ εξοχήν μεταξύ διασήμων και των θαυμαστών τους, είναι σήμερα πιο έντονο όχι γιατί γίναμε ξαφνικά πιο ευαίσθητοι, αλλά κυρίως λόγω της εξάπλωσης των social media και της ταχύτητας με την οποία μαθαίνονται τα νέα, γεγονός που ευνοεί την ανάδειξη της έντονης αντίδρασής μας-όσο η είδηση είναι ακόμη νωπή.
Αυτά, για το «φαίνεσθαι» της οθόνης του υπολογιστή μας. Γιατί, ας είμαστε αντικειμενικοί, ακόμη κι αν δεν υπήρχαν τα social media η αντίδρασή μας θα ήταν η ίδια, μόνο εκφρασμένη διαφορετικά. Άλλωστε, η θλίψη δεν ορίζεται σε αναλογία με τη ρεαλιστική εγγύτητα της σχέσης. Αυτός που χάνει έναν μουσικό ήρωα των παιδικών του χρόνων, ουσιαστικά κλαίει για τη χαμένη νιότη του.
Η εποχή των σταρ τελειώνει, ίσως γιατί κανένας νεότερος δεν είχε την ευκαιρία να αγαπηθεί τόσο (αν και, για τα εγχώρια δεδομένα, ο θάνατος του Παντελίδη είχε μεγάλη έκταση κυρίως σε νεαρές ηλικίες). Παρά την χρονική απόσταση από τον παιδικό εαυτό μας, οι απώλειες των αγαπημένων μας καλλιτεχνών είναι πολύ σημαντικές. Όχι μόνο γιατί επιβεβαιώνουμε ότι τους αγαπήσαμε για ό,τι μας έδωσαν-έστω και αν δεν τους συναντήσαμε ποτέ. Είναι γιατί έχει χτιστεί σε βάθος χρόνου μια σχέση πολύτιμη, επειδή κι εκείνοι-χωρίς να μας γνωρίσουν-μας τίμησαν και μας προσέφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν. Χωρίς να μας δουλέψουν και χωρίς να υποβιβάσουν τη νοημοσύνη μας. Ενδεχομένως, ο θρήνος μας να μην περιορίζεται στην απώλειά τους, αλλά στο φόβο ότι ξεμένουμε από πραγματικούς σταρ. Και δεν υπάρχει κανείς να τους αντικαταστήσει.