Στις ΗΠΑ, κυριαρχεί η προβληματική ψυχική τάση
Την περασμένη δεκαετία, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ανεξαρτήτου παραγόντων αναφέρουν ανησυχητικά συμπτώματα. Χάνουν το ενδιαφέρον τους απέναντι στη ζωή, δεν έχουν διάθεση για εκμάθηση νέων πραγμάτων και βρίσκουν τις δραστηριότητες, που πριν τους ενθουσίαζαν, ανούσιες.
Τα ποσοστά αυτοκτονίας φτάνουν το 34% στις ΗΠΑ το 2000. Αυτό αφορά κυρίως άνδρες που δουλεύουν στον χώρο των κατασκευών, μητέρες που μένουν στο σπίτι, και μαθητές, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα του Centers for Disease Control. Όμως, σε μία έρευνα του Journal of Abnormal Psychology από τον Μάρτιο του 2019, φαίνεται ότι καμία ομάδα δεν επηρεάζεται τόσο από αυτή την καταστροφική τάση όσο οι νέοι.
Συλλέγοντας δεδομένα 8 χρόνων ανάμεσα σε 600.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι περισσότεροι νέοι άνθρωποι-κυρίως όσοι βρίσκονται στην ηλικία των 20-βιώνουν περιόδους, στις οποίες χάνουν το ενδιαφέρον τους στη ζωή και στα χόμπι τους, σε ποσοστά πολύ υψηλότερα σε σχέση με αυτά που παρουσίαζε η ίδια ηλικιακή ομάδα μία δεκαετία πριν.
Υπάρχουν σημάδια ενός καταθλιπτικού επεισοδίου, όπως είναι η αίσθηση κούρασης, τύψεων ή αχρηστίας. Οι άνθρωποι που νοιώθουν έτσι, συνήθως δεν κοιμούνται αρκετά, δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και ίσως να σκέφτονται συχνά τον θάνατο.
Το γράφημα παρακάτω καταγράφει τα ποσοστά κατάθλιψης από μια ανώνυμη έρευνα, κατά την οποία οι συμμετέχοντες απαντούσαν σε ερωτήσεις σχετικά με την ψυχική τους κατάσταση. Τα δεδομένα αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι τα ποσοστά κατάθλιψης εκτοξεύονται στα παιδιά των 12 ετών και στους ενηλίκους των 25 ετών. Καμία ηλικιακή ομάδα άνω των 25 δεν παρουσιάζει ποσοστό κατάθλιψης μεγαλύτερο από 10%, αλλά οι νεότερες ομάδες(κυρίως 20-21 ετών) έχουν αυξημένα ποσοστά.
Ένας παράγοντας που παίζει ρόλο στα αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης των νέων είναι η μειωμένη διαπροσωπική επικοινωνία.
Σύμφωνα με έρευνα που μελετούσε πώς οι νέοι άνθρωποι περνούν τον χρόνο τους, φαίνεται πως οι τελειόφοιτοι λυκείου σήμερα ξοδεύουν μια ώρα λιγότερη στην κοινωνικοποίηση τους σε σύγκριση με τους νέους της δεκαετίας του '80. Αυτό δεν αποδίδεται σε περισσότερο διάβασμα ή εξωσχολικές δραστηριότητες, αλλά στο ότι σπαταλείται πολλή ώρα μπροστά από οθόνες. Καθώς οι νέοι περνούν περισσότερο χρόνο μόνοι τους με τις συσκευές τους, γίνονται πιο μοναχικοί κι αισθάνονται περισσότερο αποκλεισμένοι.
Είμαστε προγραμματισμένοι να επικοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο βλέποντας το πρόσωπο τους, αγγίζοντας ή μυρίζοντας τους. Στην ψηφιακή επικοινωνία, χάνονται αυτά τα στοιχεία. Η διαπροσωπική επικοινωνία τείνει να προστατεύει απέναντι στην κατάθλιψη με τρόπους που η ψηφιακή επικοινωνία δεν τα καταφέρνει.