Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς, πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Είχαμε συνηθίσει να τιμούμε την σημερινή ιστορική ημέρα κάποτε ως μαθητές με τη καθιερωμένη σχολική γιορτή (που ήταν ίσως η πιο αγαπητή σε κάποιους από εμάς) τραγουδώντας όλοι μαζί πάνω στη σκηνή της χορωδίας τραγούδια που μιλούσαν για οράματα, Ιδέες και ειρήνη. Το ''Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον'' τουλάχιστον ήταν το απόλυτο must για την γιορτή του Πολυτεχνείου στο σχολείο. Φέτος, η επέτειος μνήμης της εξέγερσης του Πολυτεχνείου του 1973 ή αλλιώς η αρχή του τέλους της χούντας μας βρίσκει ίσως πιο αμήχανους από ποτέ λόγω των ακραίων (και αντισυνταγματικών-όπως κρίθηκαν) μέτρων απαγόρευσης που επιβλήθηκαν για τον εορτασμό της αλλά και της βίαιης εισβολής των ΜΑΤ με εντολή της κυβέρνησης στο χώρο του Πολυτεχνείου πριν τρείς μέρες.
47 χρόνια ακριβώς πριν ξεκίνησε μία λαϊκή εξέγερση απέναντι στο χουντικό καθεστώς των Συνταγματαρχών που κατέληξε σε αιματοχυσία τα ξημερώματα της 17ης Νοέμβρη έπειτα από την εντολή του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου να εισβάλλουν τανκς στο Πολυτεχνείο προκειμένου να διαλυθεί η κατάληψη των φοιτητών. 47 χρόνια μετά στο όνομα της δημόσιας υγείας επιβάλλεται απαγόρευση των συναθροίσεων από τον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας από τα ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου έως και την 18 Νοεμβρίου προβλέποντας πρόστιμα σε όσους παραβούν τα μέτρα προκειμένου να μη πραγματοποιηθούν οι καθιερωμένες εκδηλώσεις μνήμης του Πολυτεχνείου.
Και επειδή η μνήμη είναι πιο δυνατό χαρτί από κάθε απαγόρευση, το ημερολόγιο του Γιάννη Ρίτσου στο οποίο περιγράφει σε ποιητική μορφή όσα συνέβησαν το χρονικό της εξέγερσης είναι μία ζωντανή απόδειξη πως η ιστορία επαναλαμβάνεται με άκρως ειρωνικό τρόπο. Για την ιστορία, ο Γιάννης Ρίτσος τυχαίνει να βρίσκεται στην Αθήνα εκείνη την ιστορική χρονική στιγμή αφού μετά τη σύλληψή του μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και την εξορία που έζησε επέστρεψε εν τέλει στην Αθήνα. Συμμετέχει ενεργά μάλιστα και στα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τις 15 Νοεμβρίου στηρίζοντας τους φοιτητές προτού η κατάληψη διαλυθεί βίαια από την αστυνομία στην πλατεία Κλαυθμώνος. Μετά τη δραματική διάλυση της εξέγερσης τη 17 Νοέμβρη φεύγει για τον Κάλαμο Αττικής όπου δίνει σάρκα και οστά στα γεγονότα γράφοντας το «Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας». Ένα ημερολόγιο που σκιαγραφεί τον λαϊκό αγώνα, την αναμέτρηση με τον θάνατο και τη λύτρωση μέσα από την καταδίκη της δικτατορίας.
«Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας»
Αθήνα – 16 Νοεμβρίου
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Κάλαμος – 18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
Αθήνα – 19 Νοεμβρίου
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα.. – Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 Νοεμβρίου
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε – έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη
22 Νοεμβρίου
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του
Απαγγέλει ο Γιάννης Ρίτσος, (μουσική: Νότης Μαυρουδής)