Η νέα σειρά του Netflix περπατάει σε μουσκεμένα σοκάκια του Παρισιού με jazz υπόκρουση αλλά, για την Τάνια Σκραπαλιώρη, αυτό δεν είναι αρκετό.
Η νέα σειρά του Netflix περπατάει σε μουσκεμένα σοκάκια του Παρισιού με jazz υπόκρουση αλλά, για την Τάνια Σκραπαλιώρη, αυτό δεν είναι αρκετό.
Underground jazz club στο Παρίσι, περιθωριακοί session μουσικοί, κι ένας ξεπεσμένος αστέρας της Blue Note. Κοινωνικοί και καλλιτεχνικοί αγώνες στο περιθώριο, πάλη των τάξεων, ρωσική μαφία της νύχτας, ουσίες και οινοπνεύματα, και μουσική, πολλή μουσική. Με αυτά τα στοιχεία τι μπορεί να πάει στραβά, άραγε; Η τηλεοπτική σειρά του Netflix The Eddy, με θέμα τις προσπάθειες επιβίωσης του ομώνυμουjazz clubαπό πλήθος προβλημάτων και αντιξοοτήτων έχει από τα αποδυτήρια όλα τα φόντα για ένα success story -με βασικό ατού την παράδοση του La La Land που έρχεται με το όνομα του Damien Chazelle στο παραγωγικό και σκηνοθετικό team. Ωστόσο, η συνταγή του χρυσού μιούζικαλ δεν αποδείχτηκε τόσο εύκολο να επαναληφθεί ή να μεταφερθεί από το technicolorπεριβάλλον τηςσε μια περιθωριακή συνοικία του Παρισιού.
Οι σκηνοθετικές προθέσεις, βέβαια, είναικάτι παραπάνω από αξιόλογες. Για παράδειγμα, τοεναρκτήριο μονοπλάνο,στο οποίο οσερβιτόρος του The Eddyγεμίζει πάγο την σαμπανιέρα,μεfrench jazz rap στο φόντο και προχωράειστον κυρίως χώρο του πρωταγωνιστικού jazz club, δίνει έναν ακαταμάχητο αισθητικό τόνο που υπόσχεταιnouvelle vague συγκινήσεις. Οι οποίες υποσχέσεις, παρότι δεν διαψεύδονται εντελώς, δεν επαρκούν για να κρατήσουν συνεκτικό και ζωντανό τον αφηγηματικό ιστό που βαίνει τραυλίζοντας, φέροντας το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το χλιαρό αποτύπωμα της σειράς.
Πράγματι το βασικότερο πρόβλημα στο The Eddy είναι η ροή της ιστορίας και ο τρόπος που αυτή αρθρώνεται τηλεοπτικά. Η αγαπημένη τεχνική της σύγχρονης τηλεόρασης που αφιερώνει κάθε επεισόδιο στην ιστορία ενός διαφορετικού χαρακτήρα είναι βέβαια μια ενδιαφέρουσα αφηγηματική επιλογή, αλλά χωλαίνει στην εκτέλεση. Το περιορισμένης δυναμικής σενάριο (παρά τοcreditτου βραβευμένου με BAFTAJack Thorne) και ηανεπαρκής συνδεσμολογία μεταξύ των ιστοριών-σε συνδυασμό με κάθε άλλο παρά αβανταδόρικες αφηγηματικές παύσεις που φιλοδοξεί να γεμίσει η μουσική- είναι τα πιο τρωτά σημεία της σειράς. Και πάνω που πάει να στρώσει ο ρυθμός της πλοκής η αλλαγή της σκηνοθετικής γραμμής δίνει ένα ακόμα καίριο χτύπημα στη ζώνη του The Eddy. Η αλλαγή από τη γοητευτική ματιά του Chazelle(o οποίος γυρίζει τα δύο πρώτα επεισόδια σε φιλμ 16mm κατά την προσφιλή του συνήθεια) στην πιο συμβατική τηλεοπτική τεχνική των Houda Benyamina, Laila Marrakchi και Alan Poul στα υπόλοιπα έξι είναι δυσάρεστα ηχηρή. Και μάλιστα, έρχεταισε ένα κομβικό σεναριακό σημείο, που η περιήγηση στο περιθώριο και τους προσωπικούς τους αγώνες των ηρώων με τον εθισμό, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και την κοινωνική ενσωμάτωση αποκτάει ευπρόσδεκτο βάθος και «ψαχνό».
Υπάρχουν βέβαια και οι καλές στιγμές. Το πολυπολιτισμικό πρόσημο του σεναρίου(ένα γοητευτικό και ρεαλιστικό χαρμάνι αγγλικών και γαλλικών από όλες τις εθνοτικές κοινότητες του Παρισιού)εξυπηρετεί άριστα το κοινωνικό σχόλιο της σειράς. Τα γενναίας διάρκειας μουσικά ιντερμέδια που δίνουν τη δυνατότητα στους ηθοποιούς (σημειωτέον, είναι όντωςμουσικοί) να τζαμάρουν σε πραγματικό χρόνο, μπορεί να μη συνεισφέρουν τα προσδοκώμενα σε μια σειρά που επιχειρεί πέρανόλων των άλλων, να αναπτύξει και μια γκανγκστερική διάσταση, αλλά,αν τα εξετάσει κανείς αποκομμένα από το συγκεκριμένο προϊόν, αποτελούν εξαιρετικές ρεαλιστικέςαναπαραστάσεις της ζωής μιας jazz μπάντας.
Μια ανάσα χωρίζει την πιανιστική κατάθεση ψυχής του Ryan Gosling στο La La Land από την εικόνα τουAndre Holland πάνω από το πιάνο στοThe Eddy:αυτή της επιτυχίας μιας συνταγής με κοινή κεντρική ιδέα. Η σκοτεινή παραλλαγή του The Eddy κάπου το έχασε στις αναλογίες και την ισορροπία. Παρόλα αυτά, η παγκόσμια ενωτική δύναμη της μουσικής είναι για μια ακόμη φορά παρούσα για σώσει ένα μέρος της παρτίδας, τουλάχιστον για τους φανατικούς της jazz κουλτούρας.
To The Eddy είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Netflix.