Όταν η «μη νοσηρή πλειοψηφία» κάνει σημαία της απόψεις που είναι απολύτως αντίθετες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, οι αγώνες καθίστανται πιο αναγκαίοι από ποτέ
Είναι λίγο παρανοϊκό ότι το 2021 διακυβεύεται ακόμη το πώς θέλει να είναι κάποιος, πώς θέλει να μοιάζει, πώς θέλει να ζει, πώς θέλει να χειρίζεται το μοναδικό του αυτοδιοίκητο πάνω σ' αυτόν τον κόσμο: το σώμα του. Μετά σκεφτόμαστε σε δεύτερο χρόνο από ποιά πρόσωπα επιρροής, ποιά μέσα και ποιούς κύκλους περιβαλλόμαστε κι αμέσως μας φεύγει η απορία για τη πρώτη διαπίστωση. Επανέρχεται όμως άλλη μία αντιφατική ερώτηση: πώς είναι δυνατόν σε μία τόσο βαθιά επικίνδυνη κοινωνία λόγω των σεξιστικών της προδιαγραφών σε όλους τους χώρους (από το σχολείο μέχρι το χώρο εργασίας) να συνεχίζουν απαράλλαχτοι τόσοι και τόσες να υποστηρίζουν τέτοιες ιδέες; Ή για να το θέσουμε διαφορετικά πώς είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται δημόσια ως «νοσηρή μειοψηφία» συνάνθρωποί μας; Δεν είναι η πρώτη φορά που άτομα κύρους βγάζουν στην επιφάνεια την βαθιά μισογύνικη αντίληψή τους, άνθρωποι σαν όλους τους υπόλοιπους άσημους σεξιστές είναι και εκείνοι.
Το ζήτημα μάλλον δεν βρίσκεται στα ατομικά συμπλέγματα που φέρει κάποιος και του επιτρέπει να σκέφτεται και να δρα κατά προσβλητικό και αναξιοπρεπή τρόπο απέναντι στους συνανθρώπους του. Το ζήτημα είναι πώς μπορούμε όλοι οι υπόλοιποι να διαιωνίσουμε με όποιο μέσο μπορούμε το εξής απλό (που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο): ότι όλοι είμαστε ελεύθεροι να είμαστε όπως ακριβώς θέλουμε, χωρίς να λογοδοτούμε σε κανέναν για το αν θα επιλέξουμε να φορέσουμε το αγαπημένο μας φόρεμα διαθέτοντας μη αποτριχωμένες γάμπες, χωρίς να πρέπει να απολογηθούμε φέροντας το αίσθημα της ντροπής την επόμενη φορά που θα λερώσουμε κάποιο κάθισμα στα ΜΜΜ ή σε ένα γραφείο μπροστά σε όσους θα είναι εκεί για να μας πυροβολήσουν για αυτό, χωρίς να χρειάζεται να το ανακοινώσει κάποιο αγόρι στα Κοινωνικά για να εγκριθεί η απόφασή του να ξυρίσει όλο του το σώμα ή να βάψει το πρόσωπό του.
Όταν η «μη νοσηρή πλειοψηφία» κάνει σημαία της απόψεις τόσο προσβλητικές που είναι απολύτως αντίθετες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (στην οποία έχουμε συνταγματικά δικαίωμα όλοι), τότε οι αγώνες (εκ μέρους όλης της νοσηρής μειοψηφίας που ακόμη επιλέγουμε να ζούμε αντιλαμβάνοντας πλήρως κάτι επίσης συνταγματικό, ότι η δική μας ελευθερία σταματά εκεί που αρχίζει αυτή των άλλων), καθίστανται πιο αναγκαίοι από ποτέ.