Μία έκφραση που έχουμε συνδέσει με αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ που κρίνονται στις λεπτομέρειες και σε ταινίες τρόμου. Η προέλευσή της θα σας εκπλήξει.
Πολλοί από εμάς έχουμε συνδέσει την έκφραση «γκραν γκινιόλ» με τα αθλητικά γεγονότα, μεταδόσεις ποδοσφαίρου και μπάσκετ – και άλλων ομαδικών σπορ - που κρίνονται στο τελευταίο λεπτό ή σε ένα καλάθι. Αγώνες που «σπάνε» καρδιές από την αγωνία. Αυτή την αγωνία και τι συμβαίνει μέσα στα γήπεδα και παρκέ μεταφέρουν στους τηλεθεατές οι δημοσιογράφοι και sportcasters, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι (χτυπάει κόκκινο το cringe), με την έκφραση «γκραν γκινιόλ» να μη λείπει ποτέ από ένα ντέρμπι που κρίνεται στις λεπτομέρειες. «Ήταν ένα ματς γκραν γκινιόλ που κρίθηκε στο τελευταίο σουτ». Πόσες φορές το έχουμε ακούσει; Άπειρες.
Άλλες φορές – το ακούγαμε παλαιότερα μέσα από τους πατεράδες και παππούδες μας – το γκραν γκινιόλ είχε συνδεθεί με τις κλασικές ταινίες τρόμου και τα θρίλερ, ταινίες με περίσσια αγωνία και φρίκη. «Παίζει μία γκραν γκινιόλ ταινία με τον Κρίστοφερ Λι».
Αναρωτηθήκατε ποτέ από πού προέρχεται η έκφραση «γκραν γκινιόλ»; Δεν έχει καμία σχέση με τα αθλητικά ματς ή τις ταινίες τρόμου, αλλά περιέχει τα στοιχεία που συνιστούν τα παραπάνω: Αγωνία και τρόμο. Πρέπει να ταξιδέψουμε στο Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα για να αναζητήσουμε τις ρίζες και τη γέννηση του.
Η ίδια η φράση γκραν γκινιόλ (Grand Guignol) μεταφράζεται ελεύθερα σε «μεγάλη μαριονέτα» από τα γαλλικά και αυτό είναι το όνομα του θεάτρου που εγκαινίασε ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Oscar Méténier (1859-1913) στο κέντρο του Παρισιού την άνοιξη του 1897. Και το όνομα του θεάτρου των 285 θέσεων: Le Théâtre du Grand-Guignol, αργότερα γνωστό και σαν «το θέατρο του φόβου και της φρίκης».
Η ζωή του Oscar Méténier είχε διαφορετική αφετηρία, με τον ίδιο να ακολουθεί τα χνάρια του αστυνομικού πατέρα του, δουλεύοντας για κάποια χρόνια σαν γραμματέας σε ένα αστυνομικό τμήμα των Παρισίων. Η καθημερινή επαφή με ανθρώπους του περιθωρίου ήταν αυτή που του «άναψε το φυτίλι» της έμπνευσης. Αποχώρησε από τη δουλειά του και αφοσιώθηκε πλήρως στη συγγραφή μικρών μυθιστορημάτων και νατουραλιστικών θεατρικών έργων με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους με τους οποίους ερχόταν σε καθημερινή επαφή στο αστυνομικό τμήμα και τους παρατηρούσε προσεκτικά: Πορτοφολάδες, ιερόδουλες, εγκληματίες, παραχαράκτες, κλέφτες, ναρκομανείς και νταβατζήδες.
Δηλαδή όλη η «αριστοκρατία» των Παρισίων, αν και αργότερα πολλοί από την παριζιάνικη και ευρωπαϊκή αριστοκρατία ήταν μόνιμοι θαμώνες – κάποιοι στα κρυφά – των παραστάσεων του Grand Guignol. O Oscar Méténier υπήρξε και συνιδρυτής – με προεξάρχων τον André Antoine - της πρωτοπόρας ανεξάρτητης θεατρικής εταιρείας Théâtre Libre (Ελεύθερο Θέατρο) που ταρακούνησε τα μέχρι τότε «λιμνάζοντα θεατρικά νερά» της Ευρώπης.
Το θέατρο Grand Guignol άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του την άνοιξη του 1897 στην 20 rue Chaptal, λίγα βήματα μακριά από το ορίτζιναλ Théâtre Libre. Σε έναν χώρο που παλαιότερα λειτουργούσε σαν παρεκκλήσι, κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος σε τι θα εξελισσόταν. O Oscar Méténier σαν ιδιοκτήτης, καλλιτεχνικός διευθυντής και συγγραφέας, ο άνθρωπος από τον οποίο πέρναγαν τα πάντα στο Grand Guignol, ήθελε έναν χώρο για να αναδείξει τα νατουραλιστικά του έργα, έργα ωμού ρεαλισμού που δεν κολάκευαν και ομόρφαιναν τους συνήθως περιθωριακούς πρωταγωνιστές τους. Έδειχναν τα πράγματα όπως ήταν.
Αν μπορούσες να επισκεφτείς το Grand Guignol τις πρώτες του σεζόν θα βρισκόσουν δίπλα στην avant-garde κοινότητα των Παρισίων και θα έβλεπες μία σειρά από μικρά θεατρικά έργα το ίδιο βράδυ και όχι ένα μεγάλο κεντρικό έργο. Συνήθως κάποια rosse ρεαλιστικά έργα με πρωταγωνιστές τα «κατακάθια» της γαλλικής κοινωνίας και δραματοποιημένα έργα βασισμένα σε αληθινά γεγονότα μέσα από τα αστυνομικά δελτία της εποχής, κάποια πιπεράτα κωμικά έργα, ένα δράμα και ένα θεατρικό έργο τρόμου. Η σειρά των έργων άλλαζε συνέχεια, από τον ωμό ρεαλισμό πήγαινες στην φάρσα και από εκεί στον τρόμο και το μακάβριο.
Παραδόξως, ίσως τελικά να μην ήταν αυτό που αναζητούσε στη ζωή του, ο Oscar Méténier, μετά από μόλις τέσσερις σεζόν, πούλησε το θέατρο Grand Guignol το 1898 στον θεατρικό συγγραφέα και επιχειρηματία Max Maurey (1866-1947), για πολλούς ο αληθινός «πατέρας του Grand Guignol». Ο Max Maurey ήθελε το Grand Guignol πάνω από όλα να πετύχει εμπορικά και τα κατάφερε.
Αρχικά, δεν εγκατέλειψε τις μεθόδους του Méténier που ήθελε ένα πολυποίκιλο πρόγραμμα με μικρά έργα ρεαλισμού, κωμωδίας και τρόμου κάθε βράδυ. Σταδιακά, τα έργα τρόμου και φρίκης άρχισαν να αυξάνονται, όπως και οι πικάντικες φαρσοκωμωδίες. Το γαλλικό κοινό διψασμένο για αίμα, κομμένα κεφάλια, παράνοια, επιτυχημένα πρακτικά εφέ της εποχής, ιστορίες μυστηρίου και σεξ, άρχισε να κατακλύζει το Grand Guignol. Ο θεατρικός συγγραφέας André de Lorde (1869-1942) έγραψε περισσότερα από 100 έργα για τον Max Maurey.
O Max Maurey παραμένει στο Grand Guignol μέχρι και το 1914, εποχή που το πουλάει στον Camille Choisy, με τον τελευταίο να εξελίσσει ακόμα περισσότερο τα μοναδικά για την εποχή πρακτικά εφέ και να ανεβάζει τον τρόμο σε άλλα επίπεδα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με νέες αλλαγές στην ιδιοκτησία του αλλά και στο πρόγραμμα (λιγότερος τρόμος, περισσότερα ψυχολογικά δράματα), το Grand Guignol έβλεπε όλο και λιγότερο κόσμο στις παραστάσεις του. Μπροστά στον αληθινό τρόμο ενός παγκοσμίου πολέμου και του Ολοκαυτώματος, ο ψεύτικος τρόμος σε μία θεατρική σκηνή δεν έλεγε κάτι. Το Grand Guignol έκλεισε οριστικά τις πόρτες του το 1962, με τελευταίο ιδιοκτήτη τον Charles Nonon.
Όταν σας λένε για «γκραν γκινιόλ», τώρα ξέρετε.