Η σύγχρονη Ελλάδα κέρδισε μια πολύ καλή θέση ανάμεσα στις χώρες με τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους. 


 

 

Η Ελλάδα, η χώρα του λαμπρού ήλιου και των γαλαζοπράσινων θαλασσών κατέκτησε την τέταρτη θέση στο παγκόσμιο «κύπελλο» δυστυχίας. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρίας δημοσκοπήσεων «Gallup», η χώρα μας έρχεται τέταρτη στη λίστα, μετά τη Συρία, το Ιράκ και Ιράν. Τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψαν έπειτα από τις απαντήσεις που έδωσε ο κόσμος στην ερώτηση «αν την προηγούμενη μέρα είχαν νιώσει θυμό, λύπη, άγχος, σωματικό πόνο και ανησυχία». 

 

Στην χώρα λοιπόν που ακόμα και η λύπη μπορούσε να πάρει μορφή ποίησης, ο πόνος να γίνει τραγούδι και η απαισιοδοξία να μετατραπεί σε δημιουργική σκέψη και φιλοσοφία, τώρα επικρατεί το σκοτάδι. Ακόμα και ο ήλιος που παρά τις κακές προθέσεις ενός ήδη «χαλασμένου» πλανήτη  επιμένει και βγαίνει, δεν μπορεί να φωτίσει, δεν φτάνει να φωτίσει τις γωνίες αυτής της χώρας. Τώρα ούτε αυτό έχουμε. 

 

Η ευτυχία είναι επιλογή, ανάμεσα στους δρόμους που μπορείς να επιλέξεις. Έτσι θα ακούσεις. Και τα εγκλήματα που διαπράττονται; Τι να επιλέξεις; Να γίνεις ήρωας χωρίς να το θες ή να απέχεις για να μείνεις αθώος. Αλλά θα είσαι αθώος τότε, ή η κόλαση θα σου κρατά μια πολύ καυτή θέση;

 

Οι δρόμοι έχουν γίνει οδοφράγματα και εσύ είσαι ανάπηρος. Πως θα τα υπερπηδήσεις; Να γίνεις ξένος; Όπως αυτός ο οικείος ξένος του Καμύ, που ήθελε να παραμείνει αδιάφορος στην δυστυχία, όχι γιατί είναι βαθιά αδιάφορος, αλλά γιατί είναι ο τρόπος να…παραμένεις. Αν όχι πάλι, μπορείς να ακολουθείς στον πόλεμο και να μην ξεχνάς την ευτυχία; Καλείσαι τότε, μέσα σε αυτό τον δρόμο, τον γεμάτο νάρκες, να σκέφτεσαι την εικόνα  μιας βουτιάς σε γαλάζια νερά την ώρα που ο ήλιος βυθιζόταν στα κρυστάλλινα νερά. Την εικόνα μιας ανατολής ήλιου, που ανατέλλει βορειοανατολικά. Με νύχια και με δόντια να κρατήσεις στις μνήμες αυτήν την ανάμνηση. Για να την βιώνεις νοητά. Ξανά και ξανά. Μόνο έτσι.

 

Αυτές οι σκέψεις θα σε κάνουν, έστω και προσωρινά, να χαμογελάσεις και είναι δύσκολο να σκοτώσεις άτομα που χαμογελούν. Το γέλιο είναι η ασπίδα. Όταν πέφτει αυτή η ασπίδα, το ξίφος τους μπορεί να διαπεράσει το αφύλαχτο, έκθετο στην ασχήμια τους, κορμί σου. Εκεί είναι που χρειάζεται η ομορφιά. Αυτή που θα σε κάνει έστω κι αν δεν την αγγίζεις, να την δεις και να μείνεις άφωνος.  Να σε κάνει να πεις μετά από καιρό «Είχα καιρό να δω κάτι τόσο όμορφο», ακόμα κι αν αυτό είναι μακριά και δεν φτάνουν τα χέρια σου να το ακουμπήσεις και να το περιεργαστείς, να πάρουν τα χέρια σου την μορφή του. Ακόμα κι έτσι να σε κάνει να διανύσεις άλλα δέκα μέτρα, με κίνδυνο να πέσεις πάνω σε νάρκη και να ακρωτηριαστείς.