Russian Horror Story: Ο σεβάσμιος καθηγητής λογοτεχνίας που σκόρπισε τον τρόμο στην πρώην Σοβιετική Ένωση με 53 αθώα θύματα. 


Αν ένας μυστικός αστυνομικός δεν παρατηρούσε μία σταγόνα αίματος στο μάγουλο ενός μεσήλικα άνδρα στις 6 Νοεμβρίου 1990, με όλα τα χαρακτηριστικά ενός καθηγητή, καλοβαλμένου και σοβαρού, στην περιφέρεια Ροστόφ στα νοτιοδυτικά της σημερινής Ρωσίας, ο Αντρέι Τσικατίλο ίσως συνέχιζε ανενόχλητος το αιματοβαμμένο του έργο. Ένα χρόνο αργότερα, η Σοβιετική Ένωση θα διαλυόταν.

Όλη η αστυνομική δύναμη της περιοχής, μαζί με εκατοντάδες μυστικούς αστυνομικούς και πράκτορες, έψαχναν τον κατά συρροή δολοφόνο που σκόρπιζε το θάνατο στην περιοχή από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Όσο και αν το σοβιετικό καθεστώς δεν ήθελε αυτή η υπόθεση να πάρει διαστάσεις και να βγει προς τα έξω, ο λαός του Ροστόφ και των τριγύρω περιοχών είχε τρομοκρατηθεί, ζητούσε να μπει ένα τέλος στις δολοφονίες και να βρεθεί ο δολοφόνος. Δεκάδες παιδιά, ανήλικες και ενήλικες, αγόρια, κορίτσια και γυναίκες, είχαν δολοφονηθεί άγρια στο Ροστόφ και έξω από αυτό, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές και γειτονικά δάση.

Είναι αξιοπρόσεκτο – και εξοργιστικό - πώς ένας δολοφόνος δρούσε για περισσότερα από 12 χρόνια στις ίδιες πάνω κάτω περιοχές χωρίς να βρεθεί νωρίτερα. Σίγουρα, η αστυνομική έρευνα τη δεκαετία του ΄80 δεν ήταν τόσο εξελιγμένη όπως είναι σήμερα (χρήση DNA και data, περισσότερες κάμερες σε δημόσιους χώρους, πιο γρήγορη επικοινωνία ανάμεσα σε αστυνομικά τμήματα διαφορετικών περιοχών κ.α.), αν βάλουμε στην εξίσωση και το σοβιετικό καθεστώς που τα πράγματα προχωρούσαν με τον «δικό τους τρόπο», δυστυχώς, ο δολοφόνος δρούσε σχεδόν ανενόχλητος για χρόνια. 

Επιστρέφουμε στις 6 Νοεμβρίου 1990, όταν ο μυστικός αστυνομικός Ιγκόρ Ριμπάκοφ, που είχε τοποθετηθεί στον σιδηροδρομικό σταθμό Ντονλέσκοζ, παρατηρεί από μακριά έναν μεσήλικα άνδρα να πλένει το πρόσωπο και τα χέρια του σε μία παρακείμενη πηγή. Φτάνοντας πιο κοντά, παρατηρεί ακόμα καλύτερα μία σταγόνα αίματος στο μάγουλό του και σημάδια από γρασίδι και χώμα στους αγκώνες του. Με κοστούμι και σοβαρό ύφος, δεν του φαινόταν σαν άλλος ένας τύπος που βγήκε να μαζέψει μανιτάρια, κάτι που συνηθιζόταν.

Ο Ριμπάκοφ τον σταμάτησε, του φάνηκε περίεργος αυτός ο τύπος, έλεγξε τα χαρτιά του, αλλά δεν βρήκε κάτι άλλο επιλήψιμο για να τον συλλάβει. Συνέταξε, όμως, μία τυπική αναφορά, μαζί με το όνομα Αντρέι Τσικατίλο, κάτι καθοριστικό για τη συνέχεια. 

Μία βδομάδα αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου 1990, ανακαλύπτεται το πτώμα της 22χρονης άστεγης γυναίκας Σβετλάνα Κορόστικ στο δασάκι κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Ντονλέσκοζ. Είχε δολοφονηθεί φρικτά με πολλαπλές μαχαιριές. Οι αστυνομικές αρχές έλεγξαν όλες τις αναφορές και το όνομα του Αντρέι Τσικατίλο «βάρεσε καμπανάκι». Το όνομα δεν εμφανίζεται μόνο στις 6 Νοεμβρίου αλλά και σε άλλες αναφορές τα προηγούμενα χρόνια σαν ύποπτος. Η έρευνα έδειξε ότι ο Τσικατίλο βρισκόταν σε συγκεκριμένες περιοχές, την ίδια χρονική περίοδο, που διαπράχθηκαν οι περισσότεροι από τους ειδεχθείς φόνους. 

Αποφάσισαν να τον θέσουν υπό στενή παρακολούθηση και στις 20 Νοεμβρίου ο Τσικατίλο δεν άργησε να κάνει το μοιραίο λάθος. Με ένα μεγάλο βάζο γεμάτο μπύρα προσπάθησε να πλησιάσει και να έρθει σε επαφή με νεαρά παιδιά. Η αστυνομία τον συνέλαβε και αυτή ήταν η αρχή του τέλους για έναν από τους πιο διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους που γνώρισε η ανθρωπότητα. Η άτυχη Σβετλάνα Κορόστικ ήταν το τελευταίο του θύμα.

Μετά από λίγες μέρες, μέσα από συνεχείς ανακρίσεις, μεθόδους της KGB αλλά και την ανάλυση ευρημάτων στο σπίτι του και την ομάδα αίματος που είχε, ο Αντρέι Τσικατίλο «σπάει» στις 29 Νοεμβρίου 1990 και ομολογεί για τα εγκλήματά του. Φέρεται ότι από το 1978 μέχρι το 1990 να διέπραξε περισσότερες από 53 δολοφονίες στη σημερινή Ρωσία, Ουκρανία και Ουζμπεκιστάν, συνήθως μαχαιρώνοντας ή στραγγαλίζοντας τα θύματα, ενώ προσπάθησε να βιάσει κάποια από αυτά. Ιδιαίτερα το 1990, σκότωσε επτά ανθρώπους που είχαν την ατυχία να βρεθούν μπροστά του στην πόλη Σάχτι και σε κοντινές περιοχές.

Ποιος ήταν ο Αντρέι Τσικατίλο;

Για πολλούς που τον γνώρισαν, ο Αντρέι Τσικατίλο ήταν ένας σεβάσμιος καθηγητής λογοτεχνίας και παλαιότερα γραμματέας σε έναν τοπικό αθλητικό σύλλογο, ζώντας μία φαινομενικά ήσυχη ζωή με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά. Γεννήθηκε το 1936 στην Ουκρανία, τότε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης, από γονείς αγρότες και όπως ομολόγησε ο ίδιος πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια υπό το καθεστώς Στάλιν και την έλευση των ναζί, γεμάτα στερήσεις και πείνα. 
Πολλές φορές αναγκάζονταν να μένουν για μέρες νηστικοί και να τρώνε μόνο γρασίδι, ενώ εξιστορεί και μία ιστορία που δεν ξέρουμε αν είναι αληθινή: Στις ημέρες του λιμού, γείτονες απήγαγαν και έφαγαν τον τετράχρονο μεγαλύτερο αδελφό του. 

Μετά τη σύλληψή του, αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι είχε αναγκαστεί δύο φορές να αλλάξει σχολείο μετά από παράπονα των μαθητών για σεξουαλική παρενόχληση. Ο σεβάσμιος καθηγητής έκρυβε πολλά μέσα του.

Το τέλος της φρίκης

Στις 19 Απριλίου 1992, με τη Σοβιετική Ένωση να έχει διαλυθεί, ξεκίνησε η δίκη του Αντρέι Τσικατίλο στο Ροστόφ με την κατηγορία για 53 φόνους. Ο ίδιος εμφανίστηκε στο δικαστήριο μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί, δίνοντας άλλη διάσταση στον τρόμο. 

Μετά από πολύμηνη δίκη, ο Αντρέι Τσικατίλο καταδικάστηκε σε θάνατο στις 15 Οκτωβρίου 1992. Εκτελέστηκε με μία σφαίρα στο κεφάλι στις 14 Φεβρουαρίου 1994. Οι Ρώσοι δεν περιμένουν δεκαετίες ολόκληρες όπως οι Αμερικανοί για να εκτελέσουν τους θανατοποινίτες τους. Ήταν 57 χρονών.

To 2009, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο 39χρονος τότε γιος του Αντρέι Τσικατίλο, Γιoύρι, έχοντας αλλάξει το επίθετό του, συλλαμβάνεται στο Χάρκοβο της Ουκρανίας με την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας.